Ο γάτος και το πουλί…


Ένα ολόκληρο χωριό ακούει θλιμμένο
Το τραγούδι ενός πληγωμένου πουλιού
Είναι το μοναδικό πουλί του χωριού
Κι είναι ο μοναδικός γάτος του χωριού
Που το μισό-έφαγε
Και το πουλί σταμάτησε να τραγουδά
Ο γάτος σταμάτησε να νιαουρίζει
Και να γλείφει τη μουσούδα του
Και το χωριό ετοιμάζει στο πούλι
Κηδεία επίσημη
Κι ο γάτος που είναι καλεσμένος
Προχωρεί πίσω απ’ το μικρό αχυρένιο φέρετρο
Όπου είναι ξαπλωμένο το νεκρό πούλι
Το φέρετρο σηκώνει ένα μικρό κορίτσι
Δε σταματάει να κλαίει
Αν ήξερα πως σού έκανα τόσο κακό
Της λέει ο γάτος
Θα το είχα φάει ολόκληρο
Κι ύστερα θά λεγα
Πως το είδα να πετάει ψηλά να φεύγει
Να φεύγει να πηγαίνει στην άκρη του κόσμου
Κάτω εκεί τόσο μακρυά
Απ’ όπου κανείς ποτέ δε γυρίζει
Ίσως τότε πονούσες λιγότερο
Έτσι απλά θα λυπόσουν μονάχα.
Ποτέ δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κάτι μισό

Jacques Prévert

11-st-15-5x19cm-carlos-san-mill-n

___________________________________________________________

Aπό:https://komparsos.wordpress.com/2016/09/14/%CE%BF-%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CF%85%CE%BB%CE%AF/#more-3693

Η ψυχή στον βωμό του μόχθου και η εργασία ως προνόμιο…


gursky

** 2ο μέρος του κειμένου «Ένα σπάνιο εμπόρευμα: για την άνοδο και την πτώση της εργασίας», Κοινοί τόποι: σχόλια για τον ψυχισμό της εποχής, τχ. 1 (2016), σσ. 81-90.

Μας λένε ότι η εποχή μας είναι η εποχή της δουλειάς.

Στην πραγματικότητα, είναι η εποχή της θλίψης,

της αθλιότητας και του ξεπεσμού.

Πωλ Λαφάργκ

Έχει ιδιαίτερη αξία να εξεταστεί όσο πιο ενδελεχώς γίνεται η σχέση μεταξύ της φαντασιακής θέσμισης της εργασίας στα πλαίσια της φαρμακευτικής αγωγής και της νέας ηθικής της εργασίας που προάγει η συγκαιρινή παλινόρθωση του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητας ότι δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή με τόσο ηχηρή αποθέωση της εργασίας όσο η σημερινή: η εργασία πλέον οφείλει να λατρεύεται για τις θεραπευτικές, μαγικές και λυτρωτικές της ιδιότητες. Με την οικονομία της αγοράς να έχει αναλάβει τον μετασχηματισμό της εργασίας σε ένα νέο είδος εξουσίας που ελέγχει απόλυτα τους ανθρώπους, αυτό που τελικά τους επιφυλάσσεται ως ένταξη στην κοινωνία είναι ο ρόλος αποκλειστικά των παραγωγών και καταναλωτών τη στιγμή που ο ένας θεσμός μετά τον άλλον δείχνουν να υποχωρούν και να καταρρέουν μπρος σ’ αυτή την επιταγή. Άλλωστε, όταν θεσμοί όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η φιλία δεν καταφέρνουν να υπαχθούν και να προσαρμοστούν στους κανόνες της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, τότε αποτελούν τροχοπέδη για την πορεία της καριέρας, την ανάπτυξη του επαγγελματικού Εγώ και την εξέλιξη του εαυτού μας σε μικροσκοπική επιχείρηση. Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η κοινωνική κινητικότητα που καθοδηγεί το όνειρο της επαγγελματικής ανέλιξης προϋποθέτει χαλαρούς και εύθραυστους δεσμούς, μακριά από συναισθηματικές φορτίσεις και ψυχική επένδυση, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν. Στον εύκαμπτο και ηδονιστικό καπιταλισμό της υπερνεωτερικότητας οι σχέσεις γίνονται κυμαινόμενες, ανάλαφρες και φευγαλέες, υπακούουν στο κάλεσμα του πλανητικού νομαδισμού· το να προσκολλάται κανείς σε μια σταθερή σχέση, να αφιερώνεται στην κοινότητά του ή να συμπράττει με τους πλησίον του έχοντας μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα συνιστούν κατάρα, δείχνουν αδυναμία, προσφωνούν την καταδίκη της στασιμότητας.

Συνέχεια

LIBEL I | Η σιωπή των αχαμνών…


Αναλύω παρακάτω δυο ειδών αντιδράσεις από ανθρώπους που θέλουν διακαώς να αποκαλούνται διανοούμενοι. Διαβάζουν, μελετούν, εισηγούνται, γράφουν, συζητούν κτλ.
Η πρώτη προέρχεται από τους ανθρώπους αυτούς που όταν ο Bob Dylan εξέδωσε το Blonde on Blonde, και ο Frank Zappa το Freekout, ήταν περίπου στην ηλικία των είκοσι με είκοσι πέντε. Η δεύτερη, από αυτούς που όταν ο Mandel εξέδωσε το Late Capitalism και οι Sex Pistols το Never Mind the Bollocks (ίσως και ως απάντηση στο βιβλίο του Mandel) διένυαν την εποχή της αθωότητας αγοράζοντας μπομπονέλες από το κυλικείο του σχολείου τους.
Το προφίλ της πρώτης κατηγορίας θα μπορούσε να αποδοθεί με δύό επίθετα:

Κοσμικοί, πολυλογάδες.

Συνήθως άτεκνοι, παντρεμένοι δις, την πρώτη με συμμαθήτρια την δεύτερη με μαθήτρια, εξωστρεφείς, ερωτύλοι γέρομπαμπαλήδες σαλιάρηδες. Πάσχοντες συνήθως από λανθάνοντα αλκοολισμό, αμφιβόλου παιδείας και διπλωμάτων, πολυθεσίτες, άνετοι με το ψέμα και την υποκρισία, συνεχώς παραπονούμενοι και “αδικημένοι” , πωλητές της ήττας τους και των φαντασιώσεων της νιότης τους (ως εάν να μην πρόκειται για φαντασίωση αλλά για πραγματικότητα) θα τους βρείτε συνήθως σε συνέδρια να συζητούν για την «ελληνικότητα» του Εγγονόπουλου, για την Ηθική της Αρχιτεκτονικής, για το Τέλος της Ιστορίας, για τον Μάη του ’68 κτλ.

Θα τους δείτε (πιο σπάνια) στις σχολές που διδάσκουν να σαλιαρίζουν με ψόφιες φοιτήτριες από την επαρχία.

Συνέχεια

Ο ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑ ΤΣΙΠΡΑ ΕΠΟΧΗ…


giannis-dragasakis-1

Στη σκιά ή «στη σκιά» του πολιτικού φαίνεστε ο Γ. Δραγασάκης αδειάζει με σοβαρά επιχειρήματα την μελλοντολογία /υποσχεσιολογία Τσίπρα, επιλέγοντας να θεωρείται ο σοβαρός άνδρας της κυβέρνησης και κατά πάσα πιθανότητα ο μακροβιότερος των στελεχών της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας που θα παραμείνει στην πολιτική σκακιέρα στη μετά Τσίπρα εποχή.

Παλαιός και έμπειρος ο Γ. Δραγασάκης γνωρίζει ότι η κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τους σχεδιασμούς του διευθυντηρίου της ΕΕ για τα αμέσως επόμενα χρόνια και πάντως δύσκολα μπορεί να σταθεί μετά το 2017, χρονιά που πρόκειται να έρθουν τα πάνω-κάτω σε σχέση με όσα γνωρίζουμε ή όσα πιθανολογούνται από τις ρηχές αναλύσεις της κυβέρνησης και τις κορώνες της αντιπολίτευσης του κ. Μητσοτάκη.

Σημείωσε χαρακτηριστικά ο Γ. Δραγασάκης στην Υποεπιτροπή της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών:

«Ακόμα και την καλύτερη λύση να πετύχουμε έχουμε την ιδιαιτερότητα ότι οι δανειστές μας είναι και οι ίδιοι υπερχρεωμένοι. Δεν θεωρώ εύκολο λοιπόν να υπάρξει μεγάλη απομείωση του χρέους χωρίς και οι άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα να έχουν και την ανάλογη μεταχείριση. […] Δεν μπορεί να υπάρχει δανεισμός απεριόριστα.

Δεν πρέπει αυτή η Επιτροπή να είναι φόρουμ αντιπαραθέσεων. Αν καταφέρουμε να διαμορφωθούν, αν όχι ταυτόσημες, έστω συγκλίνουσες απόψεις, αυτό θα βοηθήσει», για να εισπράξει την επιδοκιμασία της αντιπολίτευσης δια στόματος του Δ. Σταμάτη της ΝΔ: «Εμείς θετικά προσεγγίζουμε αυτή την κατεύθυνση, γιατί το πρόβλημα του δημόσιου χρέους ξεπερνά την διάρκεια θητείας μιας κυβέρνησης».

Συνέχεια

το τέταρτο παράδειγμα(;): η μηχανική διαμεσολάβηση της επιστημονικής σκέψης…


Ο όρος “Παράδειγμα”, μαζί με τον συνοδευτικό του “Αλλαγή Παραδείγματος”, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στο κλασσικό πλέον βιβλίο του Τόμας Κουν για τη δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, έχουν υποστεί όχι μόνο την αναμενόμενη κριτική, αλλά και μια κατάχρηση που κινδυνεύει να τους καταστήσει άχρηστους ως εργαλεία κατανόησης της επιστημονικής πρακτικής. [1] Από κει που κάποτε θεωρούνταν απειλητικοί για το επιστημονικό status quo ή, για να είμαστε κάπως πιο μετριοπαθείς στις εκφράσεις μας, τουλάχιστον υπονομευτικοί για τον τρόπο που οι επιστήμονες κατανοούσαν τον εαυτό τους και νομιμοποιούσαν προς τα έξω τη δραστηριότητά τους ως αναζήτηση της Αλήθειας, τώρα πλέον δεν είναι καθόλου σπάνιο να τους χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι επιστήμονες ως διαφημιστικό σλόγκαν για καινούριες ανακαλύψεις, είτε θεωρητικές είτε τεχνολογικές. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για όρους που διατηρούν μιαν αξία, αν τουλάχιστον γνωρίζει κανείς για τι πράγμα μιλάει. Σε μια κίνηση παρόμοια με εκείνη της κοινωνιολογίας στα πρώτα της βήματα, που έθεσε στο επίκεντρό της τη θρησκεία, αναλύοντάς την ως προς τα κοινωνικά της συμφραζόμενα (από τον Μαρξ μέχρι τον Ντυρκέμ και τον Βέμπερ), η κοινωνιολογία της επιστήμης, από τον Κουν και μετά άφησε ως παρακαταθήκη το εξής αυτονόητο(;) πλέον: καμμία επιστημονική αλλαγή μεγάλης κλίμακας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως κίνηση που λαμβάνει χώρα αυστηρά στο εσωτερικό μιας επιστήμης. Κι αν η μάχη για τις επιστημονικές έννοιες υπερβαίνει τα όρια ενός στενά εννοούμενου ορθολογισμού και η έκβασή της καθορίζεται κι από παράγοντες εξω-επιστημονικούς – δηλαδή ιδεολογικούς, κοινωνικούς ή ακόμα και πολιτικούς – τότε η αντίληψη για μια καθαρή επιστήμη, “αμόλυντη από τα ταπεινά εγκόσμια”, που θα λειτουργεί ως προπύργιο της αντικειμενικής γνώσης, γίνεται στην καλύτερη περίπτωση μια χίμαιρα και στην χειρότερη απλό ιδεολόγημα. [2

Συνέχεια