Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Μου χαμογέλασε. Με το κοφτερό χαμόγελο των πλασμάτων του αγρού. Υπολόγισε το βάρος των αισθημάτων μου χωρίς μαθηματικούς υπολογισμούς. Ακριβώς με όση δύναμη χρειάζεται η ελαφρότητα για να ποδοπατήσει τη μοναξιά. Έβαλε όση ακριβώς δύναμη χρειάζεται για να καταλάβει αν πιάστηκα στο αγκίστρι της. Οι άνθρωποι της πόλης όμως δεν καταλαβαίνουν απ’ αυτά. Ακουμπούν πάνω σου τα κτητικά τους δάχτυλα σαν ήρεμοι γερο-μπάτσοι που συλλαμβάνουν ένα αγαθό κλεφτρόνι. Σου χαμογελούν παγωμένα ή ψεύτικα, γρήγορα και βιαστικά. Μα αυτή μου χαμογέλασε κι ένιωσα πως θα μπορούσα να κουβαλήσω το χαμόγελό της στο σπίτι μου. Να το ακουμπήσω δίπλα μου το βράδυ στο μαξιλάρι, να το αγκαλιάσω σφιχτά και μια για πάντα. Μου χαμογέλασε. Κι αυτό το χαμόγελο, αυτό το πρόσωπο βρισκόταν στην κορυφή ενός λευκού γεροδεμένου κύκνειου λαιμού, τού λαιμού της κατάρας και της απώλειας.
_____________________________________________________________