Η μαθητεία στον γραπτό κόσμο
Κάθε άνθρωπος έχει τον φυσικό του χώρο· ούτε η περηφάνια ούτε η αξία καθορίζουν το υψόμετρο: Αυτό το αποφασίζει η παιδική ηλικία. Ο δικός μου φυσικός χώρος είναι ένας έκτος όροφος στο Παρίσι με θέα τις στέγες. […] Για να ξαναβρώ τη χαρά μου επανέκαμπτα στο συμβολικό μου έκτο όροφο, ανάσαινα και πάλι τον ασφυκτικό αέρα των Γραμμάτων, το σύμπαν απλωνόταν στα πόδια μου και κάθε πράγμα ικέτευε ταπεινά ένα όνομα· δίνοντας το όνομα ήταν σαν να το δημιουργούσα και ταυτόχρονα να το αποκτούσα. Δίχως αυτή την κεφαλαιώδη ψευδαίσθηση, δεν θα είχα γράψει ποτέ. [σ. 73]
Όλα αρχίζουν από τον παππού Σαρλ Σβάιτσερ που κάποια στιγμή αφοσιώθηκε στην δημιουργία σημαντικών περιστάσεων από ασήμαντα γεγονότα, ενώ οι αντιστάσεις της γιαγιάς Λουίζ δεν ξεπερνούσαν τα όρια της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Έμαθαν στην μικρότερη κόρη τους Αν Μαρί να πλήττει, να στέκεται ευθυτενής και να ράβει. «Είχε χαρίσματα και θεώρησαν ευπρεπές να της τα αφήσουν ακαλλιέργητα· είχε ακτινοβολία και φρόντισαν να της την κρύψουν. Αυτοί οι περήφανοι αστοί έκριναν πως η ομορφιά είναι πάνω από τα μέτρα τους και κάτω από την κοινωνική τους τάξη· επιτρεπόταν μόνο στις μαρκησίες και τις πόρνες». Μόνο πενήντα χρόνια αργότερα, ξεφυλλίζοντας ένα οικογενειακό λεύκωμα, η Αν – Μαρί αντιλήφθηκε ότι είχε υπάρξει ωραία. Είναι μια από τις δεκάδες φορές που η γλυκόπικρη ειρωνεία του Σαρτρ αγγίζει μια προσωπική οικογενειακή ιστορία που συνάμα αποτελεί και μια συλλογική κατάσταση.