από τη Βικτώρια Άλεξ
έγραψε η Sylvia Plath λίγο πριν ρωτήσει το γείτονά της τι ώρα φεύγει για δουλειά. Στις 5 το πρωί της επόμενης μέρας άφησε στο τραπέζι του δωματίου των παιδιών της, γάλα και ψωμί. Κλείδωσε τη πόρτα τους και σφράγισε το κάτω μέρος της με ρούχα και υγρές πετσέτες και το πάνω με κολλητική ταινία. Μπήκε στη κουζίνα, έκλεισε τη πόρτα, τη σφράγισε με τον ίδιο τρόπο, άνοιξε το φούρνο υγραερίου και ξάπλωσε το κεφάλι της μέσα του.
H Sylvia Plath γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη στις 27 Οκτωβρίου του 1932. Σε ηλικία μόλις 8 ετών χάνει τον πατέρα της.
«Το οστρακοειδές κρεββάτι σου θυμάμαι.
Πατέρα, αυτός ο πηχτός αέρας είναι δολοφονικός
θα εισπνεύσω νερό.»
«Έθαψα το κεφάλι μου κάτω από το σκοτάδι του μαξιλαριού και προσποιήθηκα πως ήταν νύχτα. Δεν είχε νόημα να σηκωθώ. Δεν είχα τίποτα να προσμένω.»
«Αυτό το απόγευμα η μητέρα μου μου έφερε τριαντάφυλλα.
-Κράτησέ τα για τη κηδεία μου. της είπα»
(αποσπάσματα από το ημερολόγιο της)