Μπουκµέικερ, παντοπώλης, εργοστασιάρχης, fundraiser, ιδανικός ενδιάµεσος, ο Τοµ Πάπας προσωποποιεί τις παρασκηνιακές συνεννοήσεις στους διαδρόµους της εξουσίας Ελλάδας και ΗΠΑ στις δεκαετίες του ’60 και του ’70
«Κάποιοι Ελληνες νοµίζουν ότι το όνοµά του είναι “Εσσο” επειδή έτσι γράφεται στα 125 πρατήρια βενζίνης της “Esso Pappas” ανά την Ελλάδα». H παραπάνω πρόταση από το άρθρο των «New York Times» της 4ης Μαΐου 1969 αποτυπώνει ανάγλυφα τη µία όψη ενός φαινοµένου: ο Τοµ Πάπας, συνεργάτης του πετρελαϊκού κολοσσού Exxon, αντιπρόσωπος της Coca-Cola, βιοµήχανος και εργοστασιάρχης, υπήρξε για τη µετεµφυλιακή Ελλάδα ένα ατοµικό όνειρο – η ενσάρκωση του πολυεκατοµµυριούχου επενδυτή, του δραστήριου βιοµήχανου, του δαιµονίου της φυλής. Η κυριαρχία του, ωστόσο, είχε ηµεροµηνία λήξης, εκείνη της πτώσης της δικτατορίας των συνταγµαταρχών, στις 23 Ιουλίου 1974. Στη µεταπολιτευτική Ελλάδα, η εικόνα του τοποθετείται στο κάδρο ενός συλλογικού εφιάλτη: της ενεργού στήριξης του στρατιωτικού καθεστώτος, της ανάµειξης στον διορισµό αµερικανών πρέσβεων, της διαφθοράς, του χρηµατισµού, του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Η ιστορία του Τοµ Πάπας αποτελεί αφήγηση µε πολλά παρακλάδια. Είναι η ιστορία της πολιτείας ενός ιδανικού µεσάζοντα, των απαρχών της σύγχρονης εκβιοµηχάνισης της Ελλάδας, της επιρροής του ελληνοαµερικανικού λόµπι στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ, των τεθλασµένων διαδροµών του αµερικανικού παράγοντα στους διαδρόµους της χουντικής εξουσίας, των σχέσεων πολιτικής και επιχειρηµατικής τάξης σε δύο ριζικά διαφορετικές µεταξύ τους χώρες.
«Βλάστησα στο αµερικανικό όνειρο»
οι φωτογραφίες της ωριµότητάς του δεν ταιριάζουν µε έναν Θωµά Παπαδόπουλο από τα Φιλιατρά της Μεσσηνίας. Κοντόχοντρη και µε πλατύ χαµόγελο, η φυσιογνωµία που σφίγγει χέρια προέδρων, πρωθυπουργών και δικτατόρων, προσιδιάζει περισσότερο στον Νικίτα Χρουστσόφ, ηγέτη της Σοβιετικής Ενωσης στη δεκαετία του ’60. Η οµοιότητά του µε έναν κοµµουνιστή, έστω και σε επίπεδο αδρών χαρακτηριστικών, θα ήταν το τελευταίο που θα ήθελε να ακούσει ο Τοµ Πάπας. Ο γιος του Κωνσταντίνου και της Σοφίας Παπαδοπούλου, το γένος Φλάµπουρα, γεννηµένος το 1899, µεταναστεύει µε τους γονείς του στις ΗΠΑ σε ηλικία τεσσάρων ετών και αναθρέφεται στη χώρα της ευκαιρίας, τον παράδεισο των αυτοδηµιούργητων αντρών. Σπουδάζει στα πανεπιστήµια της Βοστώνης και του Νορθίστερν, σε αντίθεση όµως µε τον αδελφό του, Τζον, ο οποίος θα ακολουθήσει τον δικαστικό κλάδο, εκείνος προτιµά τις «µπίζνες». Ο φίλος του δηµοσιογράφος ∆ηµήτρης Λιµπερόπουλος γράφει ότι του έλεγε πως ξεκίνησε από «µπουκµέικερ στα σκυλιά και στα άλογα»: «Από σποράκι στα Φιλιατρά βλάστησα στο αµερικανικό όνειρο. (…) Αν µε κατείχε και µένα το πάθος του τζόγου, ίσως να γινόµουν το πολύ ένας εστιάτορας και µάλιστα χρεωµένος…».