Γράφει ο Αντώνης Αντωνάκος
Τα γεράματα έρχονται νωρίς μα η σοφία αργεί βασανιστικά. Και βεβαίως η σοφία των γέρων φτιάχνει νόμους και συντάγματα. Οι νέοι πάντα ζητούσαν εξαιρέσεις ενώ οι γέροι κανόνες.
Η νεότητα είναι αλαζονική διότι παλινδρομεί ασυνείδητα μεταξύ του Έρωτα και του θανάτου. Το δίπολο κάθε ποιητικού σπασμού ανάμεσα στο μελαγχολικό διάστημα της λίγδας και της ομίχλης του δύσκολου βίου.
Οι νέοι διαβιούν ως ερωτευμένοι κανίβαλοι που αγαπούν το σύντροφό τους σε σημείο που θέλουν να τον καταβροχθίσουν. Η φύση κοχλάζει μες στο κεφάλι τους. Μέσα στο κεφάλι μας όταν είμαστε νέοι και ασυνάρτητοι, όταν γινόμαστε νέοι και ασυνάρτητοι, δηλαδή ποιητές.
Λαγνεία και αγιότητα και έκσταση. Το ποίημα είναι γραμμένο με σάρκα πάνω στη χλόη που βλασταίνει στην απεραντοσύνη των ερωτικών στιγμών. Πολλές φορές με αταξία και βία και καυχησιά και βαρεμάρα. Μα μέσα στο χάος και τη σύγχυση που κυλιούνται, και παρά τα εμπόδια που στοιβάζονται γύρω τους, αισθάνονται αγαλλίαση και έκσταση.
Γράφουν την εξουσία στ’ αρχίδια τους αφού η εξουσία είναι βίτσιο των γέρων ή των νέων που γέρασαν πρόωρα.