Κείμενο: Κωστής Παπαγιώργης
Ὅταν πασχίζει κανείς νά ἐκφραστεῖ, τό μέγιστο ἐμπόδιο εἶναι ἡ παιδεία του. Ὅσα τοῦ μάθανε. Ὄχι τόσο ἐπειδή ἡ προσωπική ἔφεση μπορεῖ νά ἀντιβαίνει στά καθεστῶτα διδάγματα, ἀλλά κυρίως ἐπειδή ἡ συστηματική μόρφωση καταδικάζει τίς περισσότερες φορές σέ ἀτροφία καί σκολίωση αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐνδιάθετη τάση.
Ἡ παιδεία πού ἐπιδαψιλεύεται ἀφειδώλευτα δημιουργεῖ κάτι τερατῶδες: ἄτομα μέ συγκρότηση ἀλλά χωρίς κλίση, μῆτρες πού πάσχουν ἁπλῶς ἀπό ἀνεμογκάστρι. Ἀλλά χωρίς τήν κλίση καί τήν ἀληθινή «σύλληψη», τή φλέβα μέ ἄλλα λόγια, καμιά δουλειά δέ γίνεται στήν ἐντέλεια. Χρειάζεται κανείς τύχη, τύχη καί ἀτυχία μαζί, γιά νά μπορεῖ νά ζεῖ τό θέμα του καί ὄχι νά τό ἀναπτύσσει κάθ ὑπαγόρευση, νά γράφει ἀπό δική του ὁρμέμφυτη ἀνάγκη καί ὄχι ἀπό φιλολογικό κούρδισμα –ἐπειδή τζάνεμ, τό πολύ διάβασμα φέρνει καί τό πολύ γράψιμο -, πράγματα ὅλα αὐτά πού εὐτυχῶς δέν διδάσκονται καί οὔτε ἦταν ποτέ δυνατόν νά διδαχτοῦν καί νά μεταδοθοῦν.
Τό χωριό δέν θέλει κολαοῦζο: εἶναι ψεύτης, μαϊμοῦ, ζεῖ μέ ξένα λεφτά, δέ βγάζει τό ψωμί του, τά ὅσα ἀραδιάζει δέν εἶναι προσωπικό του πρόβλημα ἀλλά δοτή μονέδα.
Ἡ καθεστηκυία ἐκπαίδευση, πού σέ ἁρπάζει ἀπό τό βυζί τῆς μάνας σου καί ἐξ ἁπαλῶν, ἁπαλοτάτων ὀνύχων σέ ὑποτάσσει στή μούλα τῆς δεοντολογίας της, κατορθώνει τελικά τό ἀντίθετο τοῦ ἐπιδιωκομένου. Ἀντί νά ἀβγατίσει αὐτό πού εἶσαι, νά ἐπεκτείνει τό σπιτικό σου, σέ ξεσπιτώνει καί σέ βγάζει στούς δρόμους ζήτουλα στίς ξένες πόρτες. Ὅσο κι ἄν προσπαθεῖ, ὁ σπουδασμένος δέν μπορεῖ νά σβήσει τήν ἐντύπωση ὅτι τά ἔχει λίγο χαμένα, ὅτι δουλεύει σέ ξένο νοικοκυριό, ὅτι εἶναι τέλος πάντων λιγάκι «πουλημένος». Ὑπάρχει ἕνα πανεπιστημιακό Ἐγώ, ἀληθινό λίκνο ψυχασθενειῶν, πού ἐξαγοράζεται μέ πολύχρονα βάσανα (γιατί τά βιβλία ἀντιστέκονται –δέν χαρίζονται σέ κανένα) καί γκρεμίζεται πάλι μέ κοπιαστικές προσπάθειες.
Ὅσο γιά τήν καταστροφή, τή μεταστροφή νά ἀκριβολογοῦμε, δέν ἀφορᾶ τόσο τίς γνώσεις μας, πού βρέξει χιονίσει διατηροῦν τό κύρος τους, ἀλλά τόν καταπονημένο δέκτη ὁ ὁποῖος, παιδί τῆς γονυκλισίας μέσα στήν κεχηνώσα παθητικότητά του, κάνει χρόνια γιά νά βρεῖ ( ἄν ποτέ ἀξιωθεῖ) τήν ὄρθια στάση, τή δική του ξεχασμένη καί ἀδικημένη φωνή καί συνακόλουθα τήν τόλμη νά περιγελάσει τό κονκλάβιο, νά φτύσει ἐπιτέλους καί μία φορά στό πλούσιο πιάτο πού τοῦ προσφέρουν, νά ἀποφανθεῖ δηλαδή ὄχι γιά τόν ἔνδοξο καί τρισένδοξο ἀέρα πού καβούρδισε ἐπί δεκαετίες μέσα στίς βιβλιοθῆκες, ὄχι γιά τίς δάνειες ἔγνοιες πού τοῦ μεταμόσχευσαν μέ τό στανιό γιά νά τόν μασκαρέψουν σέ θλιβερό Doctus cum libro, ἀλλά ἁπλούστατα –καί τό ἁπλό εἶναι περίπλοκο –γιά τό φτωχό του σαρκίο, τό μόνο ἀληθινά δικό του πράγμα.