ΟΤΑΝ ΣΕ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…


Ή αλλιώς τα μαργαριτάρια της γης.

κούρδοι τουρκία γυναίκα δολοφονια

Της Κατερίνας Δήμα (FULLMOON)

Γράφοντας ετούτες τις γραμμές τα δάχτυλά μου χτυπάνε αβέβαια τα πλήκτρα και κομπιάζουν σε κάθε συλλαβή. Γιατί πολύ συνήθισα να τα χτυπάω κι εγώ, μες την εικονική πραγματικότητα που δέχτηκα ν’ αποκαλώ ζωή. Πολύ συνήθισα ν’ ακούω το «κλικ» και να νιώθω λες κι απασφάλισα χειροβομβίδα.

Ένας ολόκληρος κόσμος, που εθιστήκαμε μαζί σ’ αυτό τον ήχο. Σα μια μαζική παραίσθηση, ένα πράμα, που λες και τσακίζει την αδράνεια, ξεγελάει την ανημπόρια, ναρκώνει τη συνείδηση. Και κάπως έτσι στα πρόχειρα μουδιάζει τη ντροπή.

Ντροπή για σένα, όμορφη γυναίκα, που σε κοιτάζω πίσω από τα «κάγκελα» της οθόνης μου και ψάχνω να πλέξω λόγια να σε περιγράψουν όμορφα και συγκινητικά. Μα πόσο κακομοίρα είμαι, πες μου, να το κάνω μέσα σε τούτο το δισδιάστατο τέρας που τόσο περίτεχνα μιμήθηκε τη ζωή, τα θέλω, τις αισθήσεις μου, κι εγώ το αφήνω ακόμα να το κάνει…

Γι’ αυτό ντρέπομαι να σε κοιτάω στα μάτια και τα χαμηλώνω. Κι αυτό που λέω πως σκύβω για να σκουπίσω το δάκρυ που ανεβαίνει συνεχώς, ψέματα και δικαιολογίες είναι. Σε ντρέπομαι απλά. Ύστερα παίρνω θάρρος πάλι, σηκώνω το βλέμμα μου και το αφήνω να σταθεί για λίγο πλάι στο δικό σου.

Και κάθε φορά σ’ ευχαριστώ για αυτή την ανείπωτη περηφάνεια κι ελπίδα που έγινες με τη ζωή σου. Κι ας αναρωτιέμαι ξανά και ξανά, σ’ αυτό το εμμονικό σχεδόν πια παραλήρημα πόσο στ’ αλήθεια διαφέρει η ορθογώνια φυλακή μου, που μέσα της σε κλείνει η μόνη μας «επαφή», από μια αρένα λιονταριών με γύρω τους έναν διψασμένο όχλο;

Πόσες ιαχές μετράει το κάθε «κλικ»;  Πόσο πεινασμένο πλήθος χορταίνει και πόσα συμπυκνωμένα δάκρυα κρύβει το καθένα; Πόσες μάγισσες καίγονται στην πυρά, λες και ποτέ θα απανθρακωθεί το όνειρο που γεννάει καινούργιες;

Βαθιά σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που έγινες με την ζωή σου, εγώ που υποπτεύομαι πως θα πεθάνω ανάμεσα σε «κλικ», με σκιτσαρισμένα δάκρυα, γιατί τόσο (απο)τιμά η πράξη το συναίσθημα, σ’ αυτό το κουτί της νόησης που δέχτηκα κι εγώ να κλειδωθώ. Το φτωχό, αρρωστημένο ίχνος ζωής που με ταϊζει. Το κιτρινιάρικο σαν το φέγγος της οθόνης που συνήθισα μέσα του κι εγώ να λέω πως ξημερώνει. Τόσο αναλώσιμα γελοία, και φτηνά τα συναισθήματά μου. Ληγμένα ποιήματα και λόγια, μέσα σε νεκρά εικονίδια. Καρτούν με δάκρυα γίναμε. Και κάθε «κλικ» στη φτήνια τους, μας αποξενώνει κι άλλο απ’ τη ζωή που υποσχεθήκαμε να ζήσουμε.

Ξέρεις, όταν μια γυναίκα πριν χρόνια σ’ ένα υπόγειο της γης μακριά από σένα, έγραφε κάτι που το ονόμαζε μέσα στο φλογερό μυαλό της «τρία κλικ αριστερά» νομίζω πως το «κλικ» το δικό σου, απ’ το περήφανο όπλο σου, είχε κατά νου. Και μάλλον προσπάθησε, μάταια, να προστατέψει εμένα, εμάς, από τα αλλοιτροιωμένα τα δικά μας.

Εγώ, όπως σου είπα ξέρω πως κάπως έτσι θα πεθάνω. Αναπνέοντας φτηνά τσιγάρα και πασαλείβοντας τις στάχτες τους στα πληκτρολόγια, βιαστικά βαρώντας «κλικ» απανωτά, για να προλάβω κάτι που δεν έρχεται ποτέ, και που νιώθω συνεχώς την απουσία του να οξειδώνει κι άλλο τη ζωή μου. «Αξιοπρέπεια» το λένε στα βιβλία…

Εσύ όμως πέθανες κοιτάζοντας τον ουρανό. Κι η γη σε αγκαλιάζει. Εσύ όμορφη γυναίκα γλύτωσες απ’ τη δική τους, τη δική μου φτήνια. Βλέπω στο βλέμμα σου πως δεν πολέμησες γι’ αυτό, και πως λίγο θα σε ένοιαζε η αποδοχή κι ο θαυμασμός μου, όμως να ξέρεις πως έχω διαβάσει το μύθο για το δάκρυ του πολεμιστή στην έρημο, αυτό που στο τέλος γίνεται μαργαριτάρι.

Καλό ταξίδι, μαργαριτάρι της γης.

Kurdish dead fighters_n_


Aπό:

http://kollectnews.org/2015/08/18

Σχολιάστε