Ο Ζορζ Μπρασένς και το πλήθος…


Ένα από τα γνωστότερα τραγούδια του Ζορζ Μπρασένς (1921-1981), του αγαπημένου Γάλλου τραγουδοποιού, είναι το La mauvaise reputation, Η κακή φήμη δηλαδή. Ήταν το πρώτο τραγούδι του πρώτου του μεγάλου δίσκου (1952), που είχε τον ίδιο τίτλο.

Το ακούμε εδώ από μεταγενέστερη τηλεοπτική ζωντανή εκτέλεση:

Στο τραγούδι μιλάει ένας ειρηνικός αντικονφορμιστής, που μένει σ’ ένα μικρό χωριό αλλά αρνείται να βαδίσει την πεπατημένη όπως όλοι οι άλλοι. Αποτέλεσμα είναι να έχει αποκτήσει κακή φήμη και να τον κατηγορούν όλοι οι συγχωριανοί του. Η μεγαλοφυία του Μπρασένς εκδηλώνεται στο τελευταίο δίστιχο της καθεμιάς από τις τέσσερις στροφές, όπου ο παιχνιδιάρικος δεύτερος στίχος αναιρεί τη ζοφερή απειλή του πρώτου.

Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.
(μεταφράζω κατά λέξη: Όλος ο κόσμος με κακολογεί, εκτός από τους μουγγούς, εννοείται).

Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.
(Όλος ο κόσμος με δείχνει με το δάχτυλο, εκτός από τους κουλούς, εννοείται)

Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.
(Όλος ο κόσμος χιμάει καταπάνω μου, εκτός από τους κουτσούς, εννοείται)

και τέλος,
Tout l’mond’ viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.
(Όλοι θάρθουν να με δουν κρεμασμένον, εκτός απ’ τους τυφλούς, φυσικά).

Να δούμε κι όλο το ποίημα στα ελληνικά, στη μετάφραση του ποιητή Γιαννη Βαρβέρη (Υπάρχει κι άλλη μετάφραση, του φίλου Δημήτρη Μπόγδη, που το έχει τραγουδήσει κιόλας. Άλλη φορά). Το πρωτότυπο εδώ.

Στο χωριουδάκι μου θα σας το πω
Έχω ένα όνομα πολύ κακό:
είτε φωνάζω είτε λουφάζω
Πάντα σε σκέψεις τους άλλους βάζω.
Μα εγώ δεν κάνω κακό σε κανένα
Κάνοντας εκείνο που αρέσει σε μένα.
Στους άλλους όμως ποτέ δεν αρέσεις
Αν το καπέλο σου στραβά φορέσεις
Κι όλοι γι΄ αυτό με κακολογούνε,
Πλην των μουγκών γιατί δεν το μπορούνε.

Της εθνικής μας γιορτής τη μέρα
Στο κρεβάτι μου μένω όλη μέρα,
Στη μουσική και στις τόσες παράτες
Εγώ γυρίζω πάντα τις πλάτες.
Όμως δεν κάνω κακό σε κανένα,
Όταν τα αυτιά μου έχω βουλωμένα.
Στους άλλους όμως ποτέ δεν αρέσεις
Αν το καπέλο σου στραβά φορέσεις.
Κι εμένα όλοι δαχτυλοδειχτούνε,
Πλην των κουλών γιατί δεν μπορούνε.

Αν συναντήσω έναν άτυχο κλέφτη,
που ένας χωριάτης τον κυνηγάει,
Το πόδι βάζω κι αμέσως πέφτει
Κάτω ο Χωριάτης κι ο κλέφτης το σκάει.
Μα εγώ δεν κάνω κακό σε κανένα
Βοηθώντας κλέφτες να φεύγουν ολοένα.
Στους άλλους όμως ποτέ δεν αρέσεις
Αν το καπέλο σου στραβά φορέσεις.
Κι εμένα  όλοι τρέχουν να βρούνε
Πλην των κουτσών γιατί δεν μπορούνε.

Τι με προσμένει για να μαντέψεις
Του Ιερεμία την τέχνη μην κλέψεις.
Μόλις θα βρούνε σκοινί χοντρό
Μου το περάσαν ευθύς στο λαιμό.
Μα εγώ δεν κάνω κακό σε κανένα
Κάνοντας κείνο που αρέσει σε μένα.
Στους άλλους όμως ποτέ δεν αρέσεις
Αν το καπέλο σου στραβά φορέσεις.
Και στην κρεμάλα όλοι θα με δούνε
Πλην των τυφλών γιατί δεν το μπορούνε.

Συνέχεια

Εξοπλίζουν παρανοϊκούς φονιάδες…


Γράφει ο mitsos175.


Η νέα ιμπεριαλιστική επίθεση του τουρκικού κατεστημένου εναντίον των ηρωικών μαχητών του PKK, δείχνει για άλλη μια φορά τη συμμαχία των Τούρκων στρατηγών και του ISIS, πράγμα που ήταν άλλωστε ολοφάνερο από την πρώτη στιγμή.

Οι μισθοφόροι πιστοί του χρήματος και καπηλευτές του Ισλάμ, βρισκόταν τον τελευταίο καιρό σε διαρκή υποχώρηση, κυρίως όσον αφορά το μέτωπο με τους Κούρδους. Μετά το θρίαμβο των Κούρδων στο Κομπάνι, o ISIS έχασε μεγάλο μέρος του υλικού και χιλιάδες έμπειρους πολεμιστές του.

Το πλήγμα όμως στο ηθικό ήταν ακόμη βαρύτερο. «Το θέλημα του Αλλάχ» ήταν καθώς φαίνεται, να ντροπιαστούν οι δήθεν «πιστοί» και να το βάλουν στα πόδια μπροστά στους σχεδόν άοπλους άνδρες και γυναίκες του νέου «Στάλινγκραντ». Αυτό δημιούργησε πρόβλημα τόσο στην στρατολόγηση νέων φανατικών, όσο και στην αυτοπεποίθηση τους.

Μην ξεχνάμε και τη στρατηγική σημασία της πόλης. Αν το προπύργιο της Ελευθερίας έπεφτε, τότε θα άνοιγε ο δρόμος για περαιτέρω ενίσχυση των συμμοριών του ISIS από την Τουρκία. Η ενίσχυση της συμμορίας του ISIS από τους Τούρκους ιθύνοντες έχει ήδη καταγγελθεί πολλές φορές από πολλούς και αξιόπιστους μάρτυρες.

Οι Κούρδοι πάντως κατόρθωσαν να διώξουν από το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων τα τσιράκια της CIA, κόβοντας τους έτσι τον πολύτιμο εφοδιασμό από την Τουρκία. Η δεινή κατάσταση που βρίσκονται οι δολοφόνοι αμάχων, ανάγκασε την Τουρκία να επέμβει, ώστε τα υπολείμματα των συμμάχων τους, να γλυτώσουν την οριστική συντριβή.

Συνέχεια

Τα Μέσα, η τρομοκρατία και ο νεοφιλελευθερισμός…


media terrorism

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές


Το να υποστηρίζει κανείς ότι τα ΜΜΕ αποτελούν ξεκάθαρο πολιτικό παράγοντα, ικανό να διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα σε μια δημοκρατία, είναι πια τόσο κοινότοπο, που τείνει στο περιττό. Ο Tzvetan Todorov στο βιβλίο «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας» παραθέτει ένα πολύ κατατοπιστικό παράδειγμα σχετικά με την εφημερίδα News of the World η οποία ανήκει «στην αυτοκρατορία των ΜΜΕ του Ρούππερτ Μέρντοχ»: «Ο σημερινός επικεφαλής της βρετανικής κυβέρνησης Ντέιβιντ Κάμερον περνούσε τις διακοπές του στο γιοτ του Μέρντοχ. Η υπεύθυνη επικοινωνίας του είναι η πρώην αρχισυντάκτρια της κατηγορούμενης εφημερίδας. Οι δημοσιογράφοι της έδωσαν δεκάδες χιλιάδες λίρες στερλίνες στους αστυνομικούς της Σκότλαντ Γιαρντ, γεγονός που τους εξασφάλισε πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά και κάποια προστασία για τις οριακά νόμιμες έρευνές τους. Στις εκλογές όλα τα ΜΜΕ του συγκροτήματος, που περιλαμβάνει και τηλεοπτικά κανάλια, έστρεψαν τα πυρά τους στο αντίπαλο Εργατικό Κόμμα. Η νίκη των συντηρητικών οφείλεται εν μέρει σ’ αυτά τα ΜΜΕ». (σελ. 187)

Η δημοσιοποίηση γεγονότων όπως ότι ο Κάμερον έκανε διακοπές στο γιοτ του Μέρντοχ ή ότι η αρχισυντάκτρια της εφημερίδας News of the World έγινε υπεύθυνη επικοινωνίας του Κάμερον ή ότι δημοσιογράφοι έδιναν λεφτά σε αστυνομικούς προκειμένου να εκμαιεύσουν πληροφορίες αποτελούν κατάφωρα σκάνδαλα, που όμως  – τελικά – περνούν απαρατήρητα ως κάτι αυτονόητο ή καθημερινό, ως έννοιες δηλαδή που από καιρό έχουν χάσει το νόημά τους. Το συμπέρασμα του Todorov «στην προκειμένη περίπτωση αντιληφθήκαμε πόσο στενά συνδέονται η πολιτική εξουσία και η εξουσία των ΜΜΕ» (σελ. 187), φαντάζει παιδαριώδες, σχεδόν κενό περιεχομένου, σαν αφέλεια ενός ανθρώπου που ξαφνικά ανακαλύπτει την Αμερική. Και βέβαια η αναγνώριση ότι ο Μέρντοχ είναι επιχειρηματίας κι ως εκ τούτου δικαιολογημένα αναζητά το κέρδος των επιχειρήσεών του καθιστά σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται ούτε για πολιτική τοποθέτηση ούτε για ιδεολογική σύμπλευση, πόσο μάλλον για δημοσιογραφική – ενημερωτική παρέμβαση. Το ζήτημα είναι καθαρά συμφεροντολογικό και προτάσσεται με τόσο αδιαπραγμάτευτη καθαρότητα, που κανείς δεν εκπλήσσεται όταν ο Μέρντοχ απλώνει χείρα βοηθείας και στον Μπλαιρ με αφορμή την αντιτρομοκρατική του εκστρατεία: «Πράγμα που δεν εμπόδισε τον Μέρντοχ να έχει, κάποια άλλη στιγμή, καλές σχέσεις με την κυβέρνηση του εργατικού Μπλαιρ, του οποίου επικροτούσε την αντιτρομοκρατική εκστρατεία σε σημείο ώστε να χαρακτηριστεί “το εικοστό τέταρτο μέλος της κυβέρνησης”. Οι υπηρεσίες του ανταμείφθηκαν με διάφορες “χάρες” εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας. Η ίδια αυτοκρατορία των ΜΜΕ παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ μέσω του τηλεοπτικού καναλιού Fox News». (σελ. 187 – 188).

Συνέχεια

Huff Post: Η Γερμανία, η Ελλάδα και η Νέα Τάξη των πραγμάτων…


10984106_1638234266388479_7187294611371390800_n

Άρθρο της Thea Halo*

Ενώ η Ελληνική κρίση διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας, η Γερμανία κατηγορείται για μια σωρεία δρακόντειων πολιτικών και τήρηση σκληρής γραμμής εναντίον της Ελλάδας, και κατ’ επέκταση των ίδιων των Ελλήνων, πάντα με βάση το συμφέρον της ίδιας της Γερμανίας.

Πολλοί έχουν φέρει ως παράδειγμα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το πώς οι Ναζί πίεσαν την Ελληνική Κεντρική Τράπεζα να παρέχει δάνεια στην Γερμανία στην διάρκεια του Πολέμου, αφού λεηλάτησαν την χώρα και έσφαξαν τους Έλληνες, αφήνοντας πίσω τους αμέτρητα ορφανά και έναν εξαθλιωμένο και λιμοκτονούντα πληθυσμό.

Ωστόσο, τα κατεστραμμένα έθνη χάρισαν το πολεμικό χρέος της Γερμανίας ώστε αυτή να βοηθηθεί και να σταθεί στα πόδια της, για να το θέσουμε απλά.Αλλά όπως οι Έλληνες αξιωματούχοι και το Spiegel Online επισημαίνουν, η Γερμανία δεν κατέβαλε ποτέ τα χρήματα για τα δάνεια που η Ελλάδα αναγκάστηκε να δώσει στους Ναζί. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Michael Hudson, το πιο επιτυχημένο «χάρισμα» του χρέους τα τελευταία χρόνια ήταν αυτό που έγινε για την ίδια την Γερμανία, τη χώρα που τώρα αντιτίθεται πιο πολύ από κάθε άλλη στο να γίνει το ίδιο και για την Ελλάδα. Το Γερμανικό Οικονομικό Θαύμα ήταν επακόλουθο της μαζικής διαγραφής χρέους από τους Συμμάχους. Ωστόσο, η Γερμανία δείχνει μηδενική συμπάθεια για την Ελλάδα και την ανακούφιση του χρέους της.

Παρόλα αυτά, η περιφρόνηση της Γερμανίας για τις ζωές των Ελλήνων δεν ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ. Μπορούμε κάλλιστα να την ιχνηλατήσουμε και από τον Α ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Για τη Γερμανία, κάθε πολιτική, που προωθούσε τα οικονομικά ή εμπορικά συμφέροντά της, όσο φρικτή και απάνθρωπη και αν ήταν, προφανώς, εξακολουθεί να είναι αποδεκτή.

Ακριβώς πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Ταλάτ και ο Ενβέρ, οι δύο από τους τρεις βασικούς Πασσάδες που διοικούσαν το κόμμα των Νεότουρκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επίσημα γνωστοί ως Επιτροπή της Ένωσης και Προόδου (ΕΕΠ), ήταν σταθερά προσηλωμένοι στο όραμα της Γερμανίας …τουλάχιστον όσον αφορά το τμήμα αυτής που θεωρούσαν ότι κατανοούσαν.

Ως υπουργός Πολέμου, ο Ενβέρ πρότεινε τον διορισμό του Γερμανού Στρατηγού Otto Liman von Sanders για την θέση του Γενικού Επιθεωρητή.Αυτό έδωσε στον von Sanders ένα εξαιρετικά σημαντικό μέρος του ελέγχου επί του Οθωμανικού στρατού. Σύμφωνα με τον Henry Morgenthau Sr., Πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γερμανία έσυρε την Τουρκία στον Μεγάλο Πόλεμο, με την υποστήριξη μερικών μόνο στελεχών των Νεότουρκων. Ήταν ένας πόλεμος στον οποίο οι Οθωμανοί ήταν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να πολεμήσουν.

Τουλάχιστον ένα μήνα πριν οι Οθωμανοί κηρύξουν ανοικτά τον πόλεμο στις 29 Οκτωβρίου 1914, ο αυξανόμενος έλεγχος της Γερμανίας πάνω στην Οθωμανική αυτοκρατορία γινόταν εμφανής. Η Γερμανία είχε ήδη επιτάξει Οθωμανικές προμήθειες στο όνομα της για ιδία χρήση. Αναφερόμενος σε ένα έγγραφο της 29ης Σεπτεμβρίου 1914 για την ζήτηση ενός φορτίου πλοίου με λιπάσματα, ο Πρέσβης της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Baron von Wangenheim (1912-1915), καυχήθηκε στον Morgenthau ότι είχε απαιτήσει την παρτίδα από το ατμόπλοιο Derindje για την Γερμανική Κυβέρνηση. Για τον Morgenthau, αυτό αποδείκνυε πως “η Γερμανία ασκεί τις δυνάμεις εθνικής κυριαρχίας στην Κωνσταντινούπολη.”

Συνέχεια

Ο πολιτικός Αρκάς…


taseisfyghs

Γράφει ο Σφυροδρέπανος //

Σήμερα θα καταπιαστούμε με μία από τις παράπλευρες υποθέσεις των ημερών.

Τα άλμπουμ του Αρκά είναι κομμάτι της κλασικής παιδείας, που κάθε παιδί (μικρό ή μεγαλύτερο σε ηλικία) πρέπει να αποκτήσει. Ο Αρκάς είναι ένα φαινόμενο μόνος του, ποταμός γέλιου, ειρωνείας, μικρών ή μεγαλύτερων ταυτίσεων για κάθε αναγνώστη, σκοτεινή φυσιογνωμία που καταφέρνει να αυξήσει το γοητευτικό μυστήριο γύρω της, αποφεύγοντας συστηματικά τη δημοσιότητα και τις συνεντεύξεις. Κατά συνέπεια, έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα γύρω από το πρόσωπό του, σαν εικασίες. Ότι είναι ψυχίατρος, ότι έχει βγει στη σύνταξη, ότι έχει πεθάνει και τον αντικαθιστούν άλλοι (αλίμονο αν δεν υπήρχε και κάποια θεωρία συνωμοσίας) ή πως στην πραγματικότητα είναι παραπάνω από ένα πρόσωπο, κάτι σαν συλλογικός ήρωας-δημιουργός ηρώων. Τα πιο πολλά, πιθανότατα ράδιο-αρβύλα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Ποια είναι όμως η σχέση του Αρκά με την πολιτική;
Διαθέτει αναρχικό χιούμορ, πιο πολύ όμως με την έννοια του βιτριολικού, παρά οτιδήποτε άλλο. Στον «κόκκορα», ο βασικός ήρωας αποτυγχάνει παταγωδώς με τις γυναίκες-κότες (που δε συμβολίζει κάποιο μισογυνισμό) και αναρωτιέται τι μπορεί να αλλάξει και μήπως θα ήταν καλή ιδέα να το έβαφε πράσινο. Η αλλαγή ήταν τότε της μόδας, άλλο αν τελικά για τον κυρίαρχο λαό κατέληξε κυριολεκτικά σε αυτό που έλεγε ο Κόκκορας. Και το ροζ είναι το καινούριο πράσινο.
Σε ένα άλλο αλμπουμάκι της σειράς, ο Κόκκορας τίθεται αντιμέτωπος με τους εφιάλτες του και τη φιλοσοφία του Χέγκελ, καθώς ένα φάντασμα τον αποστομώνει με το επιχείρημα: «ό,τι είναι πραγματικό, είναι και λογικό».
Ο πιο μεστός προβληματισμός έρχεται πιθανότατα στα Αδιέξοδα, από τα οποία προσπαθεί να βγει ο Κόκκορας, αλλά δε θυμάται από πού ακριβώς μπήκε. Για να καταλήξει στο απαισιόδοξο συμπέρασμα πως τελικά δεν υπάρχει διέξοδος, γιατί το πρόβλημα είναι ο εαυτός μας και από αυτόν δεν μπορούμε να ξεφύγουμε ποτέ.

Συνέχεια

Μ’ ένα λυγμό…


Ο κοινός μας (ου)τόπος απέναντι στη μνημονιακή δυστοπία.

gg1

Γράφουν: Ειρήνη Γαϊτάνου – Κώστας Γούσης


Η ζωή είναι πολύ μακριά – μεταξύ πόθου – και σπασμού – μεταξύ δύναμης – και ύπαρξης – μεταξύ ουσίας – και πτώσης – πέφτει η σκιά – γιατί δικό σου είναι το βασίλειο – γιατί δική σου είναι η ζωή – γιατί η ζωή σου είναι δική σου – δική σου – αυτός είναι ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος – όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό

– Τ.S. Eliot

Συνήθως το τελευταίο δεκαήμερο του Ιούλη σπανίζουν τα μακροσκελή πολιτικά κείμενα, ακόμα και τα τελευταία πολύ σκληρά χρόνια της κρίσης – ακόμα κι αν είχαν μεσολαβήσει κινήματα όπως των πλατειών ή εκλογικές αναμετρήσεις όπως του ΄12. Πριν τρία χρόνια δημοσιευόταν στη Λέσχη ένα σύντομο διήγημα που εξηγούσε αυτή τη μοναδική δυνατότητα της κάψας του θέρους να σβήνει για λίγο τα συνταρακτικά συμβάντα που προηγήθηκαν σε μια «γλυκιά συλλογική αμαρτία όπου σώματα και ψυχές αφήνουν για λίγο τη βαρύτητα της γης και της εποχής για να επιπλεύσουν στο κοινό νερό».

Φέτος όμως, αυτό που μας καίει προσωπικά και συλλογικά, για λόγους ταξικούς και όχι μόνο, αντιστέκεται σθεναρά στην παράδοση σε ό,τι ορίζει το καλοκαίρι πρώτα και κύρια ως «αίτημα ατασθαλίας». Και δεν είναι μόνο τα λεφτά που δεν υπάρχουν, τα χρέη που μεγαλώνουν, τα νέα μέτρα, το ΦΠΑ, η ανεργία, η καταστολή κ.ο.κ. Είναι όλα αυτά μαζί με κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει. Αυτό που μας καίει φέτος δε σβήνει από την κάψα του καλοκαιριού. Και όπως μας είχε πει κάποτε ένας αγαπημένος σύντροφος,  το στοίχημα είναι να γράφεις γι” αυτό που σε καίει στ” αλήθεια, αλλά με ματιά σημερινή, της εποχής σου, περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα εν σπέρματι τη ματιά της νέας εποχής. Αυτό θα προσπαθήσουμε να καταθέσουμε παλεύοντας να δώσουμε ειρμό σε λέξεις που υπάρχουν μέσα μας και θέλουν να αναμετρηθούνε με τα δύσκολα και σπουδαία που έχουμε μπροστά μας. Είναι βαθιά μας πεποίθηση ότι η υπεκφυγή αυτής της αναμέτρησης σε τέτοιους καιρούς καταλήγει χαζοχαρούμενη αποστασιοποίηση και ασυνείδητη συνενοχή. Από την άλλη, παντού φαίνεται να διαμορφώνονται σύνορα, όρια, μη-τόποι, φανταστικές γραμμές, αλλά και μετέωρα βήματα: πολλές φορές νιώθουμε σαν, μ” ένα βήμα ακόμα να καταφέρουμε να είμαστε ελεύθεροι – ή μήπως νεκροί; Γύρω μας υπάρχουν φόβοι και φυγές, ενώσεις και αποχωρισμοί. Και η ζωή, που κάπως υποψιαζόμαστε ότι βρίσκεται αλλού, έξω από τα όρια, έξω από τα κουτιά. Δανειζόμαστε λοιπόν τα λόγια του βιβλίου στο  «Μετέωρο βλέμμα του πελαργού» για να συμπυκνώσουμε τους σκοπούς του κειμένου: «Με ποιες λέξεις-κλειδιά θα μπορούσαμε να δώσουμε ζωή σ” ένα νέο συλλογικό όνειρο;».


H γενιά μας λοιπόν


Υπάρχει μια ιδιαίτερη ανθρωπογεωγραφία στην οποία αναφέρεται, απευθύνεται κι εγγράφεται αυτό το κείμενο. Επιλέγουμε εδώ να την ορίσουμε με όρους γενιάς. Η αφηρημένη αναφορά στη γενιά φαντάζει ίσως προβληματική έως αταξική, καθώς ενοποιεί με βίαιο τρόπο σύνολα που ούτε αντιδρούν, ούτε συγκροτούνται, ούτε λειτουργούν ενιαία, ενώ ταυτόχρονα διαχωρίζει από άλλα σύνολα που πιθανά να υπάρχουν μεγάλα κοινά. Παρά τις όποιες ενστάσεις, επιλέγουμε τη χρήση του όρου με έμφαση στους κοινούς κοινωνικούς και πολιτικούς όρους ένταξης μας, κοινά βιωματικά συμφραζόμενα, τρόπους σκέψης και πρακτικές. Αφήστε εξάλλου που κάπως πρέπει να συνεννοηθούμε. Ορίζουμε λοιπόν τη γενιά υπό συγκεκριμένους περιορισμούς, ως μια διαδικασία κοινής πολιτικοποίησης που έχει πράγματι συντελέσει στη συγκρότηση μιας «ταυτότητας». Ωστόσο, η ταυτότητα αυτή δε χωράει ούτε σε σχολαστικισμούς και ουσιοκρατίες ούτε όμως και στη διάχυτη ρευστότητα των identity politics. Μια κοινή ταυτότητα ως εξελισσόμενη και αντιφατική πολιτική διαδικασία, με διαφορετικότητες αλλά που τελικά ορίζεται ως σύνθεση, ανεπτυγμένη μέσα από βιωμένες εμπειρίες και συλλογικές πρακτικές, κοινή δράση, θεωρητική και πολιτισμική αναζήτηση κι έκφραση – αλλά και φυσικά κοινές ορίζουσες προσωπικών δυσκολιών, διλημμάτων, αδιεξόδων και αναστοχασμών.

Συνέχεια