Σ’ έναν κόσμο βεβαιοτήτων πάσης φύσεως, σ’ έναν άκαρδο κόσμο, πλημμυρισμένο απ’ την κουλτούρα του «εγώ», δεν υπάρχει πιο επώδυνο και βασανιστικό πράγμα απ’ την ομολογία των ψευδαισθήσεων μας.
«Ενδεχομένως να μπορείτε να με κατηγορήσατε ότι έχω αυταπάτες, αλλά δεν μπορείτε να με κατηγορήσετε ότι είπα ψέματα». Αλέξης Τσίπρας, Πρωθυπουργός.
Όταν ο ανυποψίαστος σύζυγος επιστρέφει αιφνιδιαστικά στο μικροαστικό του διαμέρισμα, έτσι καθώς τοποθετεί τα κλειδιά του στην διπλοκλειδωμένη πόρτα ασφαλείας, τίποτα δεν φαίνεται ότι μπορεί να διαταράξει την αυταπάτη που ο ίδιος έχει οικοδομήσει σε σχέση με την πραγματικότητα της ζωής του. Όμως, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μερικές λέξεις του στυλ «μανάρι μου, δεν είναι αυτό που νομίζεις» θα κλονίσει συθέμελα τον κόσμο του, ρηγματώνοντας με οδυνηρό τρόπο την πραγματικότητα.
Στον ελάχιστο συμπυκνωμένο χρόνο που θα ακολουθήσει μετά το ρήγμα, ο υποψιασμένος –πλέον- σύζυγος θα κληθεί να γεφυρώσει το ρήγμα αυτό, το χάσμα, ανάμεσα στην «πραγματική» πραγματικότητα και στην δική του πραγματικότητα.
Και αυτή η εξομαλυντική σύζευξη μπορεί να γίνει – όπως πάντα- με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι να υιοθετήσει κανείς τη «γέφυρα» του «δεν είναι αυτό που νομίζεις» και να «περάσει απέναντι» προεκτείνοντας τις ψευδαισθήσεις του από το παρελθόν στο μέλλον. Να διατηρήσει -με άλλα λόγια– τις αυταπάτες του.
Η μέθοδος αυτή, δυστυχώς, στερείται των πλεονεκτημάτων της πρώτης. Δεν είναι εύκολη, δεν είναι ανώδυνη, μπορεί να «παράγει» σοβαρότατες εσωτερικές συγκρούσεις, επιτείνει την αυτοκριτική, προκαλεί ψυχικές αναταράξεις και εν τέλει πονάει. Επιπρόσθετα, περιορίζει την εσωτερική μας ασφάλεια και απαιτεί μέγιστη ριψοκινδύνευση στα αχαρτογράφητα νερά ενός άγνωστου κόσμου, μακριά από την νηνεμία των ψευδαισθήσεων.
Έχει όμως επίσης, ο δεύτερος αυτός τρόπος, και μια σχεδόν εκνευριστική απαίτηση: να καθρεφτίσει κανείς εξ-ομολογητικά την νηπιώδη ψευτο-αυτάρκεια της αυταπάτης του στο πρόσωπο του αγαπημένου απέναντι Άλλου. Είναι ένα «σόρρυ ρε συ, ζούσα στον κόσμο μου». Είναι ένα «βάλε ένα χέρι να βρω ξανά την αλήθεια μου».
Σ’ έναν κόσμο βεβαιοτήτων πάσης φύσεως, σ’ έναν άκαρδο κόσμο, πλημμυρισμένο απ’ την κουλτούρα του «εγώ», δεν υπάρχει πιο επώδυνο και βασανιστικό πράγμα απ’ την ομολογία των ψευδαισθήσεων μας. Αλλά δεν είναι και τυχαίο ότι στην παράδοση αυτού του τόπου-τρόπου, η εξ-ομολογία, συνοδεύεται απαρρέκκλιτα από την μετάνοια. Το μετάνιωμα, που σημαίνει αλλαγή του νου. Όχι απλώς μια ενοχική λύπη για το παρελθόν, ούτε ένας ρητορικός εξαγνιστικός βερμπαλισμός για να τη «βγάλουμε καθαρή». Μετάνοια, ως συνέπεια της εξ-ομολογίας, είναι η θεμελιώδης μεταμόρφωση του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο, τους άλλους και τον εαυτό μας. Δεν είναι μια αυτομαστιγωτική έκρηξη τύψεων, ούτε μια διαφυγή. Είναι μια μεταστροφή. Είναι το τέλος των ψευδαισθήσεων και η επανατοποθέτηση του εαυτού μας στην πραγματική πραγματικότητα.
«Μετάνοια εστί θυγάτηρ ελπίδος και άρνησις ανελπισίας», λέει ο Ιωάννης της Κλίμακας. Δεν είναι απελπισία, αλλά ερωτική προσμονή. Δεν είναι αυτομομφή, αλλά πιστοποιητικό ενός νέου αληθινού εαυτού.
Βάλτε λοιπόν στη θέση του απατημένου συζύγου τον Έλληνα πρωθυπουργό, παρατηρήστε τις δηλώσεις του και θα αντιληφθείτε, είμαι βέβαιος, την αβάσταχτη μοναξιά του Λαού μας που και μετανόησε, και εξομολογήθηκε φωναχτά με το ΟΧΙ του το τέλος των ψευδαισθήσεων του.
Γι’ αυτό, δεν μπορώ να στο κρύψω σύντροφε! Δυστυχώς «είναι ακριβώς αυτό που νομίζεις»!
Και για να παραφράσω αντιθετικά τον Jean Paul Sartre «η ζωή έχει νόημα από τη στιγμή που χάνεις τις ψευδαισθήσεις σου».
Καλύτερα να μας είχες πει ψέμματα ρε συ…αντί να κάθεσαι να μανατζάρεις τις ψευδαισθήσεις σου.