Ήταν στην επόμενη σειρά, που σημαίνει ότι μπήκε στη Σούδα, αυτός και η σειρά του, δυο μήνες μετά από μένα. Με είχαν ήδη ρίξει στα μαγειρεία, ως «επιτροπάριο» (από το επιτροπή συσσιτίου), που σημαίνει ότι κουβαλούσα και διαχειριζόμουν όλα τα τρόφιμα του ναυστάθμου.
Ο Σταύρος (ας τον λέμε έτσι) ξεχώριζε με την πρώτη ματιά. Φορούσε τη στολή αγγαρείας κάπως ατσούμπαλα, σαν να είχε κουμπώσει ανάποδα τα κουμπιά. Κυκλοφορούσε κοιτώντας τις παλάμες του και μονολογούσε.
Είχε πράσινα, σχεδόν διάφανα μάτια, χωρίς ματοτσίνουρα. Μικροκαμωμένος και αδέξιος, περπατούσε λιγάκι σαν ρομπότ, που δεν έχει εξελιγμένο λογισμικό βαδίσματος.
Με το που μπήκε στην αίθουσα συσσιτίου οι λύκοι τον εντόπισαν. Ήταν οι παλιοί. Κάτι κρητικόπουλα, βία είκοσι χρονών, που τους είχαν φυτεύσει στο κεφάλι το ιδανικό της μαγκιάς. Όχι της λεβεντιάς, αυτό είναι κάτι άλλο, αόριστο, που το κατακτάς μόνος σου, παλεύοντας, ζώντας, δεν το κληρονομείς.
Οι λύκοι περικύκλωσαν τον Σταύρο και ξεκίνησαν την καζούρα. Τον κορόιδευαν, τον έσπρωχναν, του έκαναν ηλίθιες ερωτήσεις. Εκείνος δεν απαντούσε, δεν τους κοιτούσε καν. Είχε βρει διέξοδο στις παλάμες του.
Απ” τα τραπέζια πετάχτηκε ο Φράγκος (αυτό είναι αληθινό όνομα), ο Πατρινός. Ήταν σειρά μου, νέος κι αυτός, αλλά ήταν 28 χρονών, σχεδόν παππούς. Κοντός, αλλά νευρικός.
«Γιατί το πειράζετε το παιδί;» τους είπε και πήγε κατά πάνω τους.
«Κι εσένα τι σε κόφτει; Αδελφός σου είναι η γκόμενος σου;» είπε ένας παλιός.
«Ναι, ρε γαμιόλη, αδελφός μου είναι. Έχεις κάποιο πρόβλημα;»