Δ. Λιαντίνης – «Γκέμμα»
Ο Όμηρος είναι ή για τα μικρά παιδιά ή για τους πολύ γέροντες. Θα τον ακούσεις να παραμυθολογεί και θα σε δέσουν τα λόγια του, όπως σε δένουν μαύρα μάτια ή γαλανά, όταν δεν ξέρεις σχεδόν τίποτα ή όταν τα ξέρεις σχεδόν όλα. Έλα να ιδούμε, λοιπόν, κάτω απ’ αυτή τη διπλή οπτική του μικροσκοπίου και του τηλεσκόπιου τι λέει στην ιστορία της Κίρκης.
Το καράβι του Οδυσσέα με τους συντρόφους πλέει στα νερά, και βιγλίζει μακρυά τους ορίζοντες. Ξαφνικά φαίνεται στο ραντάρ του νησί. Πλησιάζουν γλαυκοπετώντας και λάμνοντας και το νησί μεγαλώνει. Μεγαλώνει, ωσότου παίρνει το θώρι μιας ωραίας εξωτικής παραλίας.
- Τραβάτε και ιδέστε, τι είναι εκεί, λέει ο Οδυσσέας στους ναύτες. Γιομίστε τα τουλούμια με νερό. Πάρτε και στα φλασκιά κρασί, εάν βρείτε. Φέρτε και παξιμάδια, ανανάδες, καρύδες και ότι άλλο πετύχετε φαγώσιμο για το ταξίδι. Κι ελάτε να τραβήξουμε για τη μακρυνή Ιθάκη. Άειντε, και κάμετε σύντομα.
Οι σύντροφοι βαρκαρίζουνται στο νησί, κι ο βασιλιάς μένει επάνω στο καράβι φύλακας, συντηρητής, οικονόμος, και τεχνικός διαχειριστής.
Οι σύντροφοι προχωρούνε, ακροαστικά και ανιχνεύοντας, φτάνουν μπροστά σ’ ένα παλάτι, και βλέπουν μια μάγισσα. Η Κίρκη είναι αυτή. Την πλησιάζουνε άφοβα, κι εκείνη τους ρωτάει το ποιος και το πώς, το πούθε, το γιατί και για που. Ακούει και μαθαίνει.
Ύστερα τους κοιτάει γλαρωτικά, σηκώνει μια ξαφνική βεργούλα, αγγίζει απάλαφρα τους συντρόφους στον ώμο και στον τράχηλο, κι αμέσως οι σύντροφοι γίνουνται χοίροι. Ένα γραμμόφωνο πιο πέρα παίζει κάποιο σημαδιακό ρεμπέτικο:
Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε.
Συνέχεια →
Κάνε Like στο:
Μου αρέσει! Φόρτωση...