Πόσο διαρκεί το Αύριο; Μια αιωνιότητα και μια Μέρα…


της Αμαλίας Κάραλη

 εφημερίδα ΠΡΙΝ

Η ταινία του Θ. Αγγελόπουλου «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (Χρυσός Φοίνικας Φεστιβάλ Καννών 1998)είναι ένα έργο διαφορετι­κό από τα προηγούμενα του, αλλά ταυτόχρονα τα εμπεριέχει. Σ’ αυτό οι αναφορές του στην Ιστορία υποτάσ­σονται (και δεν εξαφανίζονται ούτε ακυρώνονται) μέσα από την αναζή­τηση της συνείδησης, της αίσθησης και της αντίληψης του χρόνου.

Ο Αλέξανδρος, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, είναι ένας γνωστός συγ­γραφέας που θέλει να τελειώσει το ημιτελές Γ’ Σχεδίασμα των «Ελεύθε­ρων Πολιορκημένων» του Δ. Σολωμού. Έχει μια μέρα ζωής προτού μπει στο νοσοκομείο, προτού δηλαδή αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το θάνατο του, το ταξίδι του για την α­νυπαρξία, η κίνηση προς την ακι­νησία.

Η δέσμευση του «δραμα­τικού χρόνου» σε μια μέρα ξεκινά ήδη από τους τραγι­κούς ποιητές που έπρεπε να διαμορφώ­σουν την ενότητα τόπου, χρόνου και δράσης σε μια υπόθεση. Όμως οι πρωταγωνι­στές των τραγωδιών δεν είχαν συνεί­δηση του χρόνου, ενώ ο Αλέξανδρος της «Αιωνιότητας» έχει, κι αυτό τον κάνει «πιο» τραγικό.

Εξάλλου και ο «Οδυσσέας» του Τζ. Τζόις αποτελεί τον απολογισμό μιας μοναδικής μέρας όπου ο Λ. Μπλουμ, ο πρωταγωνιστής, μέσα α­πό αντιστοιχίες του συγχρόνου με το κλασσικό κόσμο ανιχνεύει την ηθική και πνευματική πορεία του κόσμου μας. Τέτοιες πλευρές θίγει και ο Αγγελόπουλος.

Κοινή αφετηρία πάντως η ταινία έχει με το αριστούργημα του Μπέργκμαν «Άγριες φράουλες» (1957). Κι εκεί ένας επιτυχημένος επαγγελμα­τίας συνειδητοποιεί πριν το τέλος του την αποτυχημένη ζωή του κι επιχειρεί να της δώσει ουσιαστικό νόημα.

Ο Αγγελόπουλος δι­ευρύνει την προβληματι­κή του Μπέργκμαν καθώς ο πρωταγωνιστής του συ­νειδητοποιεί μέσα από διάφορους δρόμους τη ζωή του.Πρώτα μέσα από την α­νάμνηση της γυ­ναίκας του, από τη θύμηση «μιας ευτυχισμένης μέρας», μέρας φωτεινής, χρό­νου αντίστιξης και αντίθεσης με την «σκοτεινή μέρα» του χρό­νου της ται­νίας. Ύστε­ρα, μέσα από την συνάντη­ση του μ’ έ­να μικρό αλβανάκι, που καθα­ρίζει τζάμια αυτοκινήτων στα φανάρια κι αποτελεί τον κα­ταλύτη για τη συνειδητοποίηση της ε­ξόδου του από τη ζωή. Και τελικά, αλλά άμεσα συνδεδεμένα με τα προηγούμενα, μέσα από τη συμβολι­κή του συνάντηση με τον Δ. Σολωμό, τον ποιητή που άφησε ημιτελή τα έρ­γα του γιατί «του έλειπαν λέξεις», γιατί δεν μπορούσε να βρει τους δρόμους επικοινωνίας με τον λαό, προκειμένου «να τραγουδήσει την ε­πανάσταση, να κλάψει τους νεκρούς και ν’ ανακαλέσει το χαμένο πρόσω­πο της ελευθερίας».

Η μουσική, η επανάσταση, ο θρή­νος και η αναζήτηση της ελευθερίας διαπερνούν το πρόσφατο έργο του Αγγελόπουλου. Οι άξονες του συ­γκλίνουν και δομούν την αίσθηση της έννοιας του χρόνου, του άπειρου χρόνου που συνειδητοποιείται μέσα σε μια μέρα. Αυτό το αίσθημα, όμως, μπορεί να αποδοθεί μόνο μέσα από τη γλωσσική του έκφραση. Η αίσθη­ση του χρόνου και η γλώσσα είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους.

Αυτή η σύνδεση μέσα στο έργο γίνεται μέσα από τις τρεις λέξεις που μαθαίνει ο πρωταγωνιστής από το Αλβανάκι. Λέξεις που τις πλήρωσε για να τις μάθει, όπως -κατά το εύ­ρημα της ταινίας- πλήρωνε κι ο Σολωμός για να μάθει από τους συντο­πίτες του λέξεις της μητρικής του γλώσσας. Γιατί η λέξη, ως έκφραση ζωής, ως μέσο επικοινωνίας έχει α­ντίτιμο· είναι η οδύνη και η αγωνία, όπως είπε ο Θ. Αγγελόπουλος, του να ανοίξει ο καλλιτέχνης δρόμους ε­παφής με τον κόσμο.

«κορφούλα»

Η πρώτη λέξη που μαθαίνει ο μι­κρός στον Αλέξανδρο, η «κορφούλα», είναι μια λέξη από δημοτικό τραγούδι που σημαίνει την αγάπη. Ο Π. Μάρκαρης την απέδωσε στα γερ­μανικά για τον Μπρούνο Γκαντς με τη λέξη Herzblume  που δηλώνει το φυτό «άνθος της καρδιάς», αλλά ση­μαίνει και «καρδιά που δακρύζει» και «έρωτας που καίει». Τον Αλέ­ξανδρο τον σημαδεύει η λέξη, καθώς δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στο ερωτικό κάλεσμα της γυναί­κας του όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί δεν ήξερε «πώς ν’ α­γαπάει». Έζησε δίπλα σ’ αυτήν και την κόρη του, αλλά «όχι μαζί τους». Δεν ήταν κοντά στον πατέρα του όταν εκείνος πέθανε, γιατί βρισκόταν στη Γαλλία για την έκδοση του πρώτου του βιβλίου. Δεν μπορεί πια να δείξει την αγάπη του στη μητέρα του, γιατί εκείνη δεν επι­κοινωνεί πλέον με το περιβάλλον της, δεν έχει την αίσθηση του χρό­νου. Αυτή την αγάπη που δεν μπόρε­σε να δώσει κι αρνήθηκε, τελικά, να πάρει, προσπαθεί να την κατακτήσει την τελευταία μέρα μέσα από τη σχέ­ση του με το μικρό.

«Ξενήτης»

Ξενήτης, είναι ο ξένος. Η έννοια επανέρχεται συχνά και με διάφο­ρους τρόπους στο έργο του Αγγελό­πουλου: Από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» με τον «ξένο» πρόσφυγα που δεν ανήκει πια πουθενά, στον άλλο πρόσφυγα (ή εξαφανισμένο πολιτικό;) στο«Μετέωρο βήμα τον πελαργού» που διερωτάται «πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να βρεθούμε σπίτι μας», ως τον σκηνο­θέτη στο «Βλέμμα τον Οδυσσέα» που κάνει πρόποση «Στις διαψεύσεις μας, στον κόσμο που δεν άλλαξε, ό­σο και αν ονειρευτήκαμε…».

Είναι «ξένος» ο Αλέξανδρος της «Αιωνιότητας». Ξένος για τους οι­κείους του, για τον κόσμο που απο­χαιρετά. «Ξένος» όταν τον βλέπουμε στην ανάμνηση της “ευτυχισμένης μέρας” να απαντά ρωτώντας «Για ποιο πράγμα», όταν ένας φίλος του τον ρωτά «Τι λέει η Αριστερά» για την πιθανολογούμενη επέμβαση του στρατού πριν τις εκλογές του 1966 (ο ιστορικός χρόνος της «ευτυχισμένης μέρας» είναι λίγο πριν τη Δικτατο­ρία του 1967).

Είναι «ξένος» ο μικρός των φα­ναριών και οι φίλοι του. Εξορισμέ­νοι από τον τόπο τους, εξορισμένοι στον τόπο της πρόσκαιρης οδυνηρής διαμονής τους, εξορισμένοι και στο νέο τόπο, εκεί, όπου θα τους μεταφέ­ρει παράνομα το πλοίο-φορτηγό.

Ξένος: είτε εξορισμένος, είτε αυ­τοεξόριστος, είτε αλλοδαπός, είτε η­μεδαπός, είτε αμέτοχος, είτε μέτοχος νέων ιδεών και ανατροπέας του εφη­συχασμού και της αυτάρκειας. Ξέ­νος, γιατί υπάρχουν τα σύνορα, ό­ποια σύνορα, γιατί παντού υπάρχουν οι «άνθρωποι-κράτη» του Βέντερς.

«Αργαδινή»

Είναι η τελευταία λέξη που μα­θαίνει ο μικρός στον Αλέξανδρο και σημαίνει «πολύ αργά». «Πολύ αργά μέσα στη νύχτα», συμπληρώνει εκεί­νος, παραπέμποντας στην τελευταία συλλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρί­τσου. Είναι ο χρόνος που τελειώνει αλλά και ο χρόνος του ταξιδιού που αρχίζει τόσο για το μικρό μετανά­στη, όσο και για τον Αλέξανδρο· εί­ναι η προσγείωση του «μετέωρου βή­ματος» για το «αλλού».

«Χρόνος»

Ο «παις πεσσεύων» του Ηράκλειτου…

Ο χρόνος της «Αιωνιότητας» συναρτάται γύρω από την ενότητα της κίνησης και της ακινησίας. Στην πρώτη ενότητα της ταινίας εκφράζε­ται με την κίνηση της κολύμβησης των παιδιών προς τη νεκρή υποθα­λάσσια πόλη. Στη συνάντηση της ζω­ής με την ιστορική μνήμη. Αργότε­ρα, η κίνηση του Αλέξανδρου να μάθει για την αρρώστια του συνα­ντά την επίγνωση του θανάτου, την παύση της κίνησης.

Στα πλάνα των συνόρων, τα παιδιά σκαρφαλωμένα στα σύρματα, ακίνητα -γιατί ο χρόνος τα έχει εγκα­ταλείψει- κοιτάζουν τη μοναδική κί­νηση: Ο φύλακας από τη μια μεριά «έσερνε τα βαριά και φοβερά του βήματα μέσα στη μαυρίλα της νεκρι­κής κοιλάδας». Κι απλώνει το χέρι, το σκελεθρωμένο: να Ό τόπος όπου πρέπει να κατέβεις, (Δ. Σολωμός: «Ο θάνατος») κι από την άλλη ο Αλέξανδρος να αρπάζει το μικρό και να φεύγουν.

Στη συγκλονιστική σκηνή όπου τα παιδιά των φαναριών, σαν τους «καπετάνιους της άμμου» του Άμαντο ή σαν τα εξαθλιωμένα παιδιά του Ντίκενς, καίνε τα ρούχα του νε­κρού Σελίμ, την ακινησία τους τη συνοδεύει η κίνηση του μοιρολογιού τους, του ανακαλήματος του νεκρού παιδιού και των ταξιδιών που ήθελε να ξεκινήσει.

Και στη σεκάνς της διαδρομής του λεωφορείου ο χρόνος της δια­δρομής περικλείει τους τρεις άξονες της θεματολογίας: τον Σολωμό, που δεν εκστομίζει το τέλος του ποιήματος του «… κι ο θάνατος μαυρίλα» και το ζευγάρι που λογομαχεί για την τέχνη, τους μουσικούς και τον κουρασμένο διαδηλωτή που κρατά την κόκκινη σημαία και μπορεί τώ­ρα να κοιμάται, αλλά είναι και ο μο­ναδικός που δεν κατεβαίνει από το λεωφορείο· συνεχίζει. «Η ποίηση, η μουσική και η επανάσταση πάντα θ’ απασχολούν το έργο μου», δηλώνει ο Αγγελόπουλος.

Στην τελευταία σκηνή, το παρόν και το παρελθόν ενώνονται, η «ευ­τυχισμένη μέρα» και η μέρα του θα­νάτου συμπλέκονται και το τέλος ξαναγίνεται αρχή.

Ο Δανός Πέτερ Χόε  στο έργο του «Κοντά στα όρια» γράφει πως όταν κάποιος βλέπει μόνο τον εαυτό του, τότε βλέπει μόνο τον αμετάκλη­το χρόνο που περνά, το χρόνο της κλεψύδρας. Το άνοιγμα όμως προς τον κόσμο κάνει το χρόνο «ένα πε­δίο, έναν κάμπο, μια ήπειρο» για ταξίδια.

Αυτή η τελευταία αντίληψη του χρόνου διαπερνά και την ταινία του Αγγελόπουλου. Πεδίο λέξεων, χρω­μάτων, αισθήσεων, ήχων, ζωής, ήτ­τας και νίκης· πεδίο ζωής και μια α­πό τις αιτίες ζωής. Ο σκηνοθέτης μας καλεί να ασκηθούμε σ’ αυτή τη δυνατότητα του χρόνου. Προσωπι­κά, για να χρησιμοποιήσω μια έκ­φραση του Αγγελόπουλου για τους θεατές που αγγίζουν τα έργα του, είμαι συνένοχη.

“Πώς σου φαίνεται σαν τίτλος: «με ρωτάει. Του λέω ότι μ’ αρέσει πολύ. Και πράγματι μου αρέσει. Είναι ένας τίτλος, που συνδυάζει την τελευταία μέρα του Γέρου με το παρελθόν από τη βυθισμένη αρχαία πολιτεία ως τον Σολωμό και τη ευτυχισμένη μέρα, καθώς και την προσπάθεια του Γέρου να κρατήσει ζωντανές αυτές τις στιγμές της αιωνιότητας…

Ο Θόδωρος κάνει μια σύγκριση με τα παιδιά του τοπίου: εκεί η προοπτική ήταν η ανεύρεση του πατέρα. Εδώ, η προοπτική είναι η συνεχής αναζήτηση. Η επαναλαμβανόμενη αφετηρία χωρίς συγκεκριμένο και ξεκάθαρο προορισμό. Πέρα από όλα αυτά, το φινάλε έχει δυνατότητες για παραπέρα ανάπτυξη”.

 Πέτρος Μάρκαρης , Το ημερολόγιο «μίας αιωνιότητας»

Πηγή.http://kokkinhshmaia.wordpress.com/1998/11/01

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s