Γράφει ο Γιώργος Ι. Προφέτης, οικονομολόγος, διδάκτωρ οργανωσιακής ψυχολογίας
Περπάταγα τις προάλλες σε κεντρική πλατεία, οδεύοντας προς τη δουλειά μου, όταν εντελώς τυχαία το αυτί μου έπιασε τη συζήτηση δυο πιτσιρικάδων, που περνάγανε δίπλα μου. Αγόρια γύρω στα 16-18, μάλλον μαθητές σχολείου ή το πολύ φοιτητές, σκεφτικοί, σκυθρωποί και αγχωμένοι, συζητάγανε σε έντονο τόνο για την κατάσταση της οικονομίας(!)
Κι έτσι ξαφνικά, κυρίες και κύριοι, γίναμε όλοι οικονομολόγοι! Η γλώσσα μας κατακλύστηκε από λέξεις όπως spreads, επιτόκια, κερδοσκόποι, “αγορές”, σταθεροποίηση της οικονομίας, ΕΣΠΑ, ΤΕΜΠΜΕ, ανάπτυξη, στασιμοπληθωρισμός (ύφεση + πληθωρισμός) κ.ά. Απʼ εκεί που ο Έλληνας έπινε ανέμελος το φραπεδάκι του και συζήταγε για τη βραδινή του έξοδο ή για το πόσα ζευγάρια παπούτσια θα αγοράσει, πέρασε στο άλλο άκρο, της ορθολογικοποίησης των πάντων.
Ξαφνικά αντιληφθήκαμε ότι ο άκρατος και άμετρος καταναλωτισμός οδήγησε τον καπιταλισμό σε αδιέξοδο και ύφεση, και έτσι ξαναανακαλύψαμε τη συνεπειοκρατία (consequentialism) και τον ωφελιμισμό (utilitarianism) των άγγλων φιλοσόφων Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832) και Τζον Στιούαρτ Μιλ (1806-1873), συστήματα ηθικής κατά τα οποία το κριτήριο ορθότητας μιας πράξης είναι οι συνέπειές της (και μόνο) και μάλιστα με τρόπο ώστε “καλό είναι ό,τι παράγει το μεγαλύτερο όφελος για τους περισσοτέρους”.