κρατήθηκα…
στο φως το λιγοστό μου,
μισοσπασμένο της πυξίδας το φανάρι,
μα είχε το λάδι μπόλικο,
είχε φλόγα θερμή,
είχε λαχτάρα για ζωή… περίσσια…
Ανθρώπους πια δεν αναζήτησα,
της επιδίωξης το μάταιο δε γύρεψα,
ταξίδια ανώφελα το βλέμμα κούρασαν…
Στη θάλασσα αποτάνθηκα,
στης αλμύρας την κάθαρση αφέθηκα,
σπονδή ευπροσήγορη
προσκύνημα ιερό…
το τάμα να εκπληρωθεί,
η υπόσχεση να τηρηθεί,
λόγος τιμής…
στον εσωτερικό μου άνθρωπο,
πως την αξία του θα αβγατίζω
και το ξεπούλημα θα το ξορκίζω,
την καλοσύνη θα πληθαίνω,
πίκρα κι οργή θα ξεθυμαίνω,
την χαρμοσύνη του θα στέργω,
τη στενοχώρια θα ξεπλένω,
ο νους ανδρειωμένος…
ανεμοστρόβιλους θα γεννά
και η ψυχή μου θηλυκή…
στις τρικυμίες θα κολυμπά,
στην κάθε της ανάδυση
ατάραχη η μορφή,
αλάβωτο το κορμί,
μα η καρδιά θα χάνεται…
σε καταδύσεις ταραγμένες θα τραντάζεται,
στους αυτουργούς δε θα υποτάσσεται,
σε όσους μ’ ένα φανάρι τριγυρνούν…
εναγώνια αποζητούν
τον άνθρωπο που δολοφόνησαν…
(ΕΙΡΗΝΗ ΛΑΓΟΥΒΑΡΔΟΥ)