***
Άλλη μια μέρα πέρασε στο ίδιο μοτίβο της φύσης.
Η νύχτα άρχισε σιγά – σιγά να σβήνει μία – μία τις αχτίδες φωτός απλώνοντας όλο της το μυστήριο .
Το σκοτάδι έκρυψε το μοναδικό μονοπάτι που συνδέει τον κόσμο με το κατώφλι της καλύβας και ο ζητιάνος άναψε ένα κεράκι για να μπορεί να βλέπει την πανέμορφη ασχήμια της καλύβας του.
Έβγαλε από την σακούλα του ένα κουλούρι που του είχε δώσει το πρωί μια γριούλα, έριξε στο ποτήρι του λίγο κρασί, κοίταξε για λίγο τ΄αστέρια από τις χαραμάδες της καλύβας του, μονολόγησε ένα ευχαριστώ και άρχισε το πρώτο και τελευταίο γεύμα της μέρας του.
Πέρασε κοντά μισή ώρα μέχρι να σταματήσει τους ήχους από το στομάχι του, μισή ώρα μέχρι να τελειώσει το γεύμα του, τελευταία μισή ώρα της μέρας που είχε να κάνει με τις σωματικές του επιθυμίες, τελευταία πράξη της μέρας του μέχρι να ανοίξει απερίσπαστος πλέον την πόρτα και να μπει στο απόλυτο σκοτάδι, στην απόλυτη σιωπή της ψυχής του και να αρχίσει να ζει στον κόσμο που δεν αντέχει ο πολιτισμένος κόσμος να ζει.
Συνέχεια →