Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος στη χώρα που διατηρεί ιστορική αισιοδοξία. Εκτιμά ότι το ελληνικό χρέος είναι πιο βιώσιμο από άλλων χωρών της Ε.Ε., σε πείσμα της στατιστικής που το μετρά στα 317 δισ. ευρώ., αλλά και του Γ. Στουρνάρα που παζαρεύει απεγνωσμένα την επόμενη light αναδιάρθρωσή του. Η βιωσιμότητα του χρέους, όμως, είναι μέγεθος που αφορά τον πιστωτή, όχι τον οφειλέτη. Ακόμη κι αν ο οφειλέτης έχει αποφασίσει να πεθάνει στις επάλξεις των τοκοχρεολυσίων, η βιωσιμότητα του χρέους έχει ένα απόλυτο όριο: τη βιωσιμότητα του ίδιου του οφειλέτη. Απ’ αυτή την άποψη, η βιωσιμότητα του χρέους (και τελικά του πιστωτή) και η βιωσιμότητα του οφειλέτη είναι δύο μεγέθη εγγενώς αντίθετα. Ιστορικά, η αντίθεση λύνεται πάντα εις βάρος της μιας πλευράς, κατά κανόνα του οφειλέτη.
Η ανακύκλωση της συζήτησης περί χρέους τις τελευταίες μέρες ξεκίνησε από ένα lapsus linguae, μια λεξιλογική σύγχυση μεταξύ επαχθούς και απεχθούς χρέους. Προφανώς, ένα χρέος που φτάνει το 171% του ΑΕΠ είναι εξ ορισμού επαχθές και μη εξοφλητέο, ακόμη κι αν ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός εξανδραποδιστεί για μισό αιώνα. Αυτό είναι κοινό μυστικό, όσο κι αν το ευρωκρατικό savoir vibre υπαγορεύει τη σθεναρή άρνησή του. Αλλά, η αναφορά του κ. Γ. Σταθάκη στο επαχθές (ήτοι, δυσβάστακτο), αντί του απεχθούς (ήτοι αποτρόπαιου) χρέους και η διορθωτική επιχειρηματολογία που ακολούθησε δημιούργησαν ένα δεύτερο επίπεδο σύγχυσης για τους πολιτικούς στόχους και τα κίνητρα άρνησης του χρέους.
Ο λόγος που αμφισβητείται το χρέος δεν είναι μόνο γιατί είναι δυσβάστακτο, αλλά γιατί είναι στο μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικά παράνομο. Συνέχεια