
“Ο πρώτος μου έρωτας ήταν ένας γείτονας όταν ήμουν 17. Έπρεπε να παντρευτώ έτσι κι αλλιώς, οπότε σκεφτόμουν να τον παντρευτώ αμέσως. Αλλά ο πατέρας μου διαφωνούσε, ο αδερφός μου δε το συζήτησε, μου είχαν ήδη βρει γαμπρό έναν σαρανταπεντάρη που ήταν φίλος της οικογένειας και με είχαν τάξει σ’αυτόν. Παντρέυτηκα στα 18. Δύσκολα περνούσα, δε μου άρεσε, αλλά δεν είχα κι άλλη επιλογή, οπότε έμαθα αυτό που δεν μπορώ να αποφύγω τουλάχιστον να προσπαθήσω να το απολαύσω. Έκανα 8 παιδιά. Τα μεγάλωσα όλα, τα πάντρεψα. Ευτυχώς έκανα αγόρια εκτός από ένα κορίτσι. Ο άντρας μου πέθανε πριν δυο χρόνια και τότε στα 57 βρέθηκα με ένα δεκάχρονο αγόρι χωρίς λεφτά να μπαίνουν στο σπίτι. Όλα μου τα παιδιά έφυγαν από τη χώρα και ο τα δυο μεγάλα αγόρια βρήκαν και καλή δουλειά στην Αγγλία. Η κόρη μου είναι καθαρίστρια στην Ελλάδα. Αλλά έχει βρει έναν καλό συντοπίτη και έκαναν και παιδί. Μόλις πέθανε ο άντρας μου ήταν η μόνη που μου είπε να πάμε με το μικρό να μείνουμε μαζί της. Εγώ δεν ήθελα να αφήσω την πατρίδα μου. Εκείνη την εποχή είχαμε κι εκλογές, δεν πήγα φυσικά να ψηφίσω. Μετά βγήκε ένας τύπος από αυτούς που χρόνια βάζουνε οι άλλοι πάνω από το κεφάλι μας. Κανείς δεν τον ψήφισε, είμαι σίγουρη. Αλλά βγήκε με 62%. Μετά έγινε χαμός, πέτρες και φωτιές στους δρόμους από τους νέους πιο πολύ. Λογικό το βρίσκω. Αφού αυτή η χώρα δεν πρόκειται να προκόψει άμα δε μας ακούσουν εμάς ποτέ. Και να πεις ότι δεν έχουμε τόσο ωραία μέρη, τόσο φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Αλλά έτσι είναι. Από τότε που τα βρήκανε, πέσανε πάνω μας σαν τα κοράκια.
Να μην τα πολυλογώ, πήρα την απόφαση να φύγω με το μικρό να βρούμε την κόρη. Βρήκαμε έναν που είπε ότι θα μας βοηθήσει. Μάζεψα και τα λεφτά, πολλά λεφτά. Τα μάζευα, βοήθησαν και κάτι συγγενείς. Φανταζόμουν ότι στην Ελλάδα θα πήγαινε ο μικρός σχολείο, θα ήταν και με την αδερφή του, θα βοηθούσα κι εγώ στο σπίτι, θα έκανα και ότι δουλειά μπορούσα. Να πλέκω χαλιά ξέρω καλά, αλλά εκεί δεν έχουν είπε η μικρή. Όπως και να χει, αρχίσαμε να πηγαίνουμε. Δυο μέρες περπατούσαμε και τελικά μας πήρε ένα λεωφορείο. Ο ένας πάνω στον άλλο ήμασταν. Κάναμε πολύ δρόμο, είχα το μικρό κολλημένο πάνω μου. Πολλά πράγματα δεν πήρα μαζί, μια φωτογραφία της μάνας μου και δυο τρια χρυσαφικά. Ένα ρούχο παραπάνω για το μικρό. Φτάσαμε Τουρκία, την περάσαμε. Είχα κουραστεί πολύ. Ήθελα το σπίτι μου, τη ζεστασιά του. Αν ήξερα το ταξίδι δε θα πήγαινα. Αβάσταχτο ήταν.
Συνέχεια →
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...