Ψηλά βουνά κι εσείς των άστρων θωριές…


Βαριά βραχιόλια οι λύπες
πως μ’ αγαπάς δεν είπες.
Το ‘χω παράπονο, μάνα μου, στόμα μου
κι ας πέθαινε το σώμα μου.

Δεν θέλω, φως μου, κόσμο
στα χείλη μου έχω δυόσμο.
Το ‘χω παράπονο, πάρε μου, ζήτα μου
της λησμονιάς σαΐτα μου.

Σου στέλνω μ’ ένα γράμμα
του φεγγαριού τη λάμα.
Παρ’ τη και χτύπα με, μάνα μου, τρέλα μου
κι αν κλαίει η ψυχή σου, γέλα μου.

Ψηλά βουνά κι εσείς των άστρων θωριές…
Ποτάμια αχνά, ελάτια, δάφνες, μυρτιές…

Την καρδιά μου, αχ φωτιά μου, όποιος δει
να της πει να ‘ρθει κοντά μου, μην αργεί.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.

Φαράγγια υγρά κι εσείς των δράκων σπηλιές…
Αϊτών φτερά κι ανέμων μαύρες φωλιές…

Την καρδιά μου, αχ φωτιά μου, όποιος δει
να της πει να ‘ρθει κοντά μου, μην αργεί.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.

Αηδόνι εσύ, πλανεύτρα στάχτη που καις…
Με ποιο κρασί μεθάει τα μάτια του, πες…

Την καρδιά μου, αχ φωτιά μου, όποιος δει
να της πει να ‘ρθει κοντά μου, μην αργεί.
Ξενιτιά μου, έρωτά μου, φως κι αυγή
πριν ραγίσει απ’ το σεβντά μου όλη η γη.

***

Ara Dinkjian – Λίνα Νικολακοπούλου – Ελευθερία Αρβανιτάκη

Αυτοκινητόδρομοι διαρκούς λαϊκής αφαίμαξης


του Νίκου Πέρπερα

«Τα δικά μου, δικά μου και τα δικά σου δικά μου»! Ειλικρινά δεν θυμάμαι αν αυτή η φράση προέρχεται από κάποια από τις ιστορίες του Χότζα, από κάποια παλιά ελληνική ταινία ή είναι στίχος κάποιου λαϊκού άσματος. Για κείνο όμως που είμαι σίγουρος είναι πως άνετα πλέον μπορούν να το τραγουδούν σε όλους τους τόνους – πίνοντας μάλιστα εις υγείαν του κορόιδου, δηλαδή του χειμαζόμενου ελληνικού λαού – οι μεγαλοεργολάβοι και οι τραπεζίτες που συμμετέχουν στις κοινοπραξίες για την κατασκευή των πέντε μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, ιδιαίτερα μετά τις νέες αναθεωρημένες συμβάσεις που κατέθεσε η συγκυβέρνηση για κύρωση (βλέπε: «νομιμοποίηση») στη Βουλή.

Στην κυριολεξία με τις συμβάσεις αυτές – όχι βέβαια πως οι αρχικές που είχαν ψηφίσει από κοινού η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ήταν καλύτερες – οι ιδιωτικοί όμιλοι, με το πρόσχημα της επανεκκίνησης των έργων, που έχουν σταματήσει δυόμισι χρόνια τώρα με δική τους υπαιτιότητα, τα παίρνουν όλα: Και πρόσθετο «ζεστό» χρήμα από τον – κατά τα άλλα «στεγνό» για τους υπόλοιπους – κρατικό κορβανά, και πρόσθετες εγγυήσεις των κερδών τους και πρόσθετες εγγυήσεις ότι δεν αναλαμβάνουν σχεδόν κανένα επιχειρηματικό ρίσκο και πρόσθετα χρόνια εκμετάλλευσης.

Ο μόνος χαμένος είναι ο ελληνικός λαός που από το 2008 που ιδιωτικοποιήθηκαν οι αυτοκινητόδρομοι αναγκάστηκε να πληρώνει πανάκριβα χαράτσια διοδίων, καθώς αυξήθηκαν ακόμη και κατά 500%, ανάλογα με την κατηγορία του οχήματός του, ενώ από τις αρχές του 2014, με τις νέες συμβάσεις, θα υποχρεωθεί τα διόδια αυτά να τα χρυσοπληρώνει προσαυξημένα ακόμη και πάνω από 60%! Από το Γενάρη του 2014 η διαδρομή με ΙΧ Αθήνα – Θεσσαλονίκη μόνο σε διόδια θα στοιχίζει 26,45 ευρώ και 52,90 ευρώ μετ’ επιστροφής, ενώ αν περάσεις και από την Αττική Οδό θα στοιχίζει 58,50 ευρώ! Αυτό είναι το τίμημα της αντιλαϊκής νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και συνεχίζει και σήμερα η συγκυβέρνηση, παραχωρώντας σε επιχειρηματικούς ομίλους το εθνικό οδικό δίκτυο, με αποκλειστικό στόχο να ενισχυθεί η κερδοφορία τους. Συνέχεια

Η πολιτική λογοκρισία εντός της κοινότητας των οικονομολόγων


smith-marx-schumpeter-keynes

Γιατί οι μελέτες των οικονομολόγων καταλήγουν πάντα υπέρ των
νεοφιλελεύθερων πολιτικών ή πώς τα οικονομικά έγιναν οικονομικά

Γιώργος Καλλής

Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών άκουσα σε μια ραδιοφωνική εκπομπή τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο να αναρωτιέται: «Μα οι οικονομολόγοι του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πού τα έμαθαν αυτά τα οικονομικά; Στα πανεπιστήμια που ξέρω εγώ», είπε, «δεν διδάσκονται τέτοια πράγματα».

Άδικο δεν είχε. Στα ορθόδοξα, «νεοκλασικά» όπως ονομάζονται, οικονομικά που διδάσκονται στα περισσότερα τμήματα οικονομικών στις μέρες μας είναι αδύνατο πια να βρει κανείς κάτι που να υποστηρίζει έστω και στο ελάχιστο μια ριζοσπαστικά αριστερή άποψη. Οι πιο «αριστερές» απόψεις που μπορεί να βρει κανείς είναι πλησίον της Δεξιάς των φιλελεύθερων Αμερικανών δημοκρατικών, δοξασίες δηλαδή της ελεύθερης αγοράς, αλλά με κάποια αποδοχή του θετικού ρόλου που μπορεί να παίξει το κράτος. Για πιο ριζοσπαστικές, ή έστω ευρωσοσιαλδημοκρατικές απόψεις, ούτε λόγος να γίνεται. Οι μελέτες που δημοσιεύονται στα πλέον έγκυρα περιοδικά του κλάδου, όπως το American Economic Review ή το Quarterly Journal of Economics, καταρρίπτουν κατά κανόνα την όποια παραχώρηση στους εργαζομένους με πολύπλοκα μοντέλα τα οποία ουσιαστικά εκφράζουν, με τη γλώσσα των μαθηματικών, την απλή ιδέα ότι τα όποια κέρδη για τους εργαζομένους θα είναι ζημιά για τις επιχειρήσεις που τους πληρώνουν, και εντέλει για τους ίδιους τους εργαζομένους. Ορισμένα από τα πιο κοφτερά μυαλά της εποχής μας φαίνεται να έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους, συνειδητά ή όχι, την υπεράσπιση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Κατά τον Richard Nelson, τα οικονομικά λειτουργούν πια σαν θρησκεία. Ο Serge Latouche αποκάλεσε τους οικονομολόγους ως τους σύγχρονους ιερείς του καπιταλισμού. Πώς και πότε όμως έγιναν τα οικονομικά η θρησκεία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και πώς αυτή η κατάσταση αναπαράγεται στις μέρες μας;

Πειθάρχηση και ανταγωνισμός στα κορυφαία πανεπιστήμια: μια προσωπική μαρτυρία

Αν ρωτήσεις έναν οικονομολόγο γιατί οι μελέτες τους καταλήγουν πάντα υπέρ των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, θα σου απαντήσει με σιγουριά ότι αυτό γίνεται γιατί αυτή είναι η αλήθεια. Αυτό δηλαδή δείχνουν τα εμπειρικά δεδομένα. Και αν προσπαθήσεις να ελέγξεις μόνος σου αν είναι όντως έτσι, θα πέσεις σε έναν τοίχο από πολύπλοκα μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα, τα οποία για να τα καταλάβεις πρέπει να σπουδάζεις οικονομικά επί χρόνια.

Το συνειδητοποίησα αυτό πέρσι, γυρίζοντας στα θρανία για ένα μάστερ οικονομικών στη διάσημη σχολή του Πανεπιστημίου Pompeu Fabra της Βαρκελώνης, όντας πια μόνιμος καθηγητής πολιτικής οικολογίας σε άλλο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Συνέχεια

Η λατέρνα


Περιστασιακά περνάει μία λατέρνα από την λαϊκή. Ο λατερνατζής μοιάζει με τους λαϊκούς τύπους της δεκαετίας του 60 που βλέπουμε στις παλιές ελληνικές ταινίες.
Γυρίζει -ελέω λιτότητας- μπας και του δώσουν κανένα ευρώ.
«Βρωμίζει» το περιβάλλον με νοσταλγικές νότες από τον Χατζιδάκι. Ο αέρας παίρνει την μελωδία του «Τ΄ αστέρι του βοριά» και την ανεβάζει στο μπαλκόνι γεμίζοντάς με με θλίψη. Καμία σχέση με την σημερινή νταπαντούπα τουρκο-γυφτο-ρόκ μουσική.
Έρχεται από μια παλιά εποχή, το ίδιο δύσκολη με την σημερινή, με τα ίδια προβλήματα, ανεργία, ακρίβεια κλπ, αλλά πολύ απλούστερη, ήσυχη και ανθρώπινη. Από μια εποχή που πέρασε και δεν θα ξανάρθει ποτέ πια γιατί τώρα είμαστε ευρωπαίοι και πολυ-πολιτισμένοι.
Κρίμα…

Πηγή.

Ο Ιεροκτόνος Τέτανος Του Υπναλέου Ραψωδού


 tommy-ingberg-8

(Τετράδια Συνεργείου)

Οι λέξεις είναι πράξεις.

Η γλώσσα και η σκέψη είναι σαν τις δύο όψεις ενός  χαρτιού.

Αν κάνεις συνέχεια τις ίδιες πράξεις, αν λες συνέχεια τις ίδιες λέξεις, τότε σύντομα η σκέψη σου γίνεται προκάτ, σαν ένα δωμάτιο φτιαγμένο από γυψοσανίδες.

Πολλοί αισθάνονται ασφάλεια μέσα σε αυτό το προκατασκευασμένο δωμάτιο. Μένουν να παρατηρούν τον κόσμο από εκεί μέσα, μέσα από το μοναδικό παράθυρο, που μπορεί να είναι η τηλεόραση, η θρησκεία τους, η ιδεολογία τους, οι πεποιθήσεις και οι βεβαιότητες τους.

Συνέχεια

Εάν η κρίση είναι το αυγό, ο Τύπος είναι η κότα


7ACD5E4F38A8545CC61091B5C97DFE33 Οι απολογητές των παραδοσιακών ΜΜΕ θα πουν ότι η κρίση του κλάδου οφείλεται στην οικονομική κρίση. Ουδέν ψευδέστερον! Η κρίση του Τύπου προηγήθηκε κατά πολύ. Ακόμα βαθύτερα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί με σοβαρά επιχειρήματα ότι η προηγηθείσα κρίση των μέσων μαζικής επικοινωνίας συνέβαλε αποφασιστικά στην εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, καθώς στήριξε συστηματικά όλες τις δομές και τα κέντρα εξουσίας που οδήγησαν ορμητικά σ’ αυτήν.

Συνέβαλε στον αποπροσανατολισμό της δημόσιας συζήτησης από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου, διέσπειρε στον κοινωνικό ιστό όλα τα στερεότυπα της ευζωίας, τουμιμητισμού και της αποδόμησης θεσμών και αξιών, υπέθαλψε με κάθε μέσο το πολιτικό σύστημα. Βέβαια, η απόδειξη αυτής της αυστηρής τοποθέτησης υπερβαίνει κατά πολύ τις φιλοδοξίες και τα όρια αυτού του άρθρου.

Συνέχεια

Ο παράδεισος μπορεί να περιμένει.


Ο βοριάς λυσσομανούσε, σαν το γιο της Νύχτας πάσχιζε να γκρεμίσει την πόρτα για να μπουκάρει μέσα ν’ αρπάξει τις ψυχές. Μήτε και στο ξημέρωμα έκοψε ρούπι. Σήκωνε πέτρες ολόκληρες που κυλούσαν στην πλαγιά. Κι από κει, χάνονταν στο βάθος. Τα δέντρα έγερναν μέχρι που ακουμπούσε η κορφή τους στη γης. Πετούμενο πουθενά στον ουρανό. Κούρνιασαν στις τρύπες των βράχων του απόκρημνου γκρεμού. Εκτός, εκείνων, που πετούσαν στο παρά πάνω στρώμα τ’ ουρανού και αγνάντευαν από ψηλά τα πράσινα κύματα που ζωγράφιζε στην ανοιξιάτικη βλάστηση ο σαλεμένος αγέρας.
Το βράδυ, που ξημέρωσε, ο κυρ-Φώτης ο πεταλωτής, από τον επάνω μαχαλά, ξύπνησε κάθιδρος, στο μεσουράνημα του γλυκού ύπνου. Αυτό που ονειρεύτηκε τον τρόμαξε. Έμοιαζε αληθινό, κάτι παραπάνω από όνειρο. Τινάχτηκε απ΄το κρεβάτι και με το λιγοστό φως του φεγγαριού, που περνούσε ανάμεσα απ’ τα σκεβρωμένα παραθυρόφυλλα, κατάφερε να φτάσει σέρνοντας τα πόδια του στο νιπτήρα της κουζίνας. Γύρισε τη βάνα και έβαλε τα χέρια του από κάτω και άρχισε να τα τρίβει με το σαπούνι, για ολόκληρα λεπτά της ώρας, λες και είχαν πιάσει μια σκουριά που δεν ξεκόλλαγε. Κάποτε σταμάτησε. Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε μονολογώντας. Τι ήταν ετούτο δα. Άναψε το φως της κουζίνας, σκούπισε τα χέρια του, κι έπεσε βαρύς στην καρέκλα να στρίψει ένα τσιγάρο, να το ρουφήξει, να του ‘ρθει το μυαλό που του ‘φυγε απ’ την τρομάρα.
Το βουητό του αγέρα έμοιαζε με ήχο συνοδεία του χορού που σέρνει ο δίδυμος αδερφός του Ύπνου. Τα κλειστά παραθυρόφυλλα έτριζαν, σ΄ ένα μακάβριο ήχο, καθώς τα χτυπούσε ανελέητα ο αγέρας. Σάλιωσε το τσιγαρόχαρτο ο κυρ-Φώτης κι άναψε το τσιγάρο του. Ρούφηξε δυο απανωτές, στήριξε στο ‘να χέρι το κεφάλι του κι άρχισε να συλλογιέται, σιγά σιγά, κι απ’ την αρχή, να θυμάται αυτό που ονειρεύτηκε, κάπου σταματούσε, κάπου του ‘φευγε αναστεναγμός και μια κουβέντα, πάντα η ίδια.
Ονειρεύτηκε, πως ένα απόστημα φύτρωσε στο πόδι του. Λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Έβαλε τα δάχτυλα από γύρω και το ζούληξε με δύναμη σαν να στράβωνε το σίδερο, μέχρι που έτρεξε κίτρινο υγρό, πολύ, λες και ήταν χρόνια που συγκεντρώνονταν στην εσωτερική πληγή. Αυτή που δεν την βλέπεις ή που δεν θέλεις να τη δεις. Τ’ άφησε να τρέξει και να χυθεί καταγής. Να γίνει ένα με τη στάχτη. Πάτησε στη ρίζα της πληγής, δυνατά, να βγει όλο, μην μείνει στάλα, να καθαρίσει για τα καλά. Κι ύστερα κοίταξε μέσα και είδε βαθιά και τρόμαξε, προχωρούσε πέρα από τη σάρκα και έφτανε στο κόκκαλο, κι ‘χε ανοίξει μια τρύπα και μόλυνε το μεδούλι, κι έβγαινε απ’ το μεδούλι κάτι σαν αφρός, σαν τη βρωμιά που ξερνάει η θάλασσα, και καθάριζε την πληγή.
Πήρε η ώρα, κι άρχιζε να χαράζει. Ο ουρανός γλύκανε, απάνω απ΄την κορφή του απέναντι βουνού. Είπε να ετοιμαστεί. Είναι και δυο ώρες δρόμος. Αυτό που είδε ήταν σημαδιακό, σκέφτηκε. Μα είχε περάσει από φωτιά κι από σίδερο, να τρομάξει απ’ τον αγέρα; Ούτε να το σκεφτείς. Πήρε όσα χρειαζούμενα για το δρόμο και ξεκίνησε. Κατηφόρισε το μονοπάτι να φτάσει γρηγορότερα στο δρόμο, κι από κει, όλο και κάποιος θα περνούσε. Δεν άφηνε το μυαλό του να λοξοδρομήσει. Την έγνοια του την έβγαλε και την κρατούσε στη χούφτα του σφιχτά, της έλεγε, εδώ σ’ έχω, δυο ώρες δρόμος είναι, ύστερα θα τα πούμε αναμεταξύ μας.
Έφτασε, με δυο δρασκελιές, στη ρίζα της πλαγιάς, οπού κυλούσε το ποτάμι, φουσκωμένο από τη νεροποντή της προηγούμενης βραδιάς, αφρισμένο κατέβαινε με ορμή και βουητό, παρασέρνοντας ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Έφτανε το νερό μέχρι τον ουρανό της γέφυρας και κάποτε χτυπούσε δυνατά στα πλαϊνά, σαν το κύμα στην προβλήτα πετάγονταν μέτρα ψηλά, κι ύστερα έπεφτε στο δάπεδο της γέφυρας πλημμυρίζοντας την. Κοίταξε το ποτάμι ο κυρ-Φώτης, εσένα δεν σε φοβήθηκα σ’ όλη μου τη ζωή, και κίνησε να διαβεί απέναντι.
Έχουμε λογαριασμούς ατακτοποίητους, είπε, κουνώντας στον αέρα το μπαστούνι του. Πρώτα θα κλείσουμε τα τεφτέρια μας, κι αν μας μείνει χρόνος βλέπουμε και για τ’ άλλα. Ας περιμένουν οι αγγέλοι. Θ’ αργήσουμε να τους πεις. Θα τους επισκεφτούμε. Δίχως άλλο. Εν ευθέτω χρόνω.