Μέντης Μποσταντζόγλου ( τοῦ Ἠλία Πετρόπουλου – 1959 ) 


«Αὐθαίρετος συνειρμός εἰκόνων καί ἐννοιῶν στήν πιό τραβηγμένη του ἐκδήλωση βρίσκεται στήν βάση τοῦ προσωπικοῦ στύλ πού ἐπέτυχε». Στίς μισές γελοιογραφίες του τά πρόσωπα εἶναι δύο ( τό πολύ τρία) καί ὅταν εἶναι δύο παρουσιάζεται συνήθως μία γυναίκα καί ἕνας ἄνδρας, ὅποιοι. Ὅταν εἶναι τρία πρόσωπα ὁ τρίτος εἶναι βοηθητικό πρόσωπο, μιλάει λίγο, ὁ διάλογος γίνεται μεταξύ τῶν δύο. Τό τρίτο πρόσωπο εἶναι παιδάκι ἡ γάτος, ἐρωμένη στό παράθυρο, στρατιώτης ἔχων τό πάθος τῆς ἡδονοβλεψίας. Οἱ μεσαιωνικές κυρίες κρατοῦν στό δάχτυλό τους παραδείσια πουλιά καί ἡ Ὑβέτ φουρφούρι. Ὅλα θυμίζουν τραπουλόχαρτα παλιά. Τό κυριαρχοῦν πρόσωπο, ὁ πρωταγωνιστής τῆς γελοιογραφίας, αὐτός λέει τά πιό πολλά καί ἡ λεζάντα δικές του ἀπόψεις ἐκφράζει καί τοῦ Μποσταντζόγλου. Τά λόγια τῶν δρώντων προσώπων εἶναι σέ μία περιχαραγμένη φούσκα. Οἱ φοῦσκες μέ τά λόγια ἀνέρχονται καί δίνουν ἐλαφράδα, ποτέ δέν καλύπτουν οὐσιώδη ἀντικείμενα, εἶναι πάνω ἤ μπρός (καί σπανίως πίσω) ἀπό τό πρόσωπο πού μιλάει, στό φόντο, στόν οὐρανό, ψηλότερα ἀπό τόν ὁρίζοντα, τά τείχη, τίς κορυφογραμμές. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν τό ἴδιο μέγεθος. Μεγάλες διαφορές τούς χωρίζουν. Ὁ πρωταγωνιστής, ὁ ἀρχηγός εἶναι μεγαλύτερος. Οἱ ἄνθρωποι, ἐν σχέσει μέ ἄψυχα πράγματα σέ ἀφύσικες ἀναλογίες. Τά ἀντικείμενα ζυγισμένα σέ ἰσόβαρες τοποθετήσεις, ἄνθρωπος – ἄνθρωπος, γλάστρα ἐδῶ – γλάστρα ἐκεῖ καί μέσα σέ κυκεώνα ἀφελείας, λόγων, ἀνθρώπων, ζώων, βρίσκει μία θέση καί ἡ προοπτική. Ὁλοκληρωμένος ρυθμός νοσταλγίας συνέχει τίς γελοιογραφίες τοῦ Μποσταντζόγλου, τά ζῶα του (πουλάκια, περιστέρια μέ οὐρές φασιανῶν, πεταλοῦδες, ἄλογα), τά φυτά του ( λουλούδια σέ βάζα, κισσός καί ράμνοι), τά ἔπιπλα ( κρεβάτια μέ οὐρανούς, γιρλάντες καί φράντζες, ντουλάπες μέ ἐξωτερικούς καθρέφτες), συνδεδεμένος μέ τήν ἐπικαιρότητα (εἴμαστε οἱ Ριχάρδοι καί δέρνουμε), πρωθύστερος, σέ ἀσυνέπεια χρόνου συμφύρει σταυροφόρους μέ τόν πύργο Ἄϊφελ καί τήν τρίχρωμη γαλλική σημαία, καταλήγει σέ κωμικά ἐπιμύθια ἤ καλαμπουρίζει στό χεῖλος τῆς χυδαιότητος (Σταυροφόρος παίζων μέ πάθος τό ὄργανόν του. Καί τότε ὁ Πασάς τό κύπελλον ἐγείρας ἐπρότεινεν νά τοῦ κάμω ἀναπαράστασιν τῆς γεφύρας. Κέ εἰς τό βάθος κίππος ἔος ἀργά ἑσπέρας ὅπου ἔγυνε τό μηραῖον κέ εἶχον ὀλίγον αἷμα τοῦ Ἐβανγκέλου σπασθένος ὁ προφιλακτήρ κέ κατελθόν ὁ Ἐβάνκελος ἐσιμίωσε τόν ἀριθμόν τοῦ διά νά λάβη ἀποζιμίοσις ἀπό ἀσφαλιστικήν ἐτερίαν τοῦ Ἐβανγκέλου ἐκνεβριστίς λέγον πού πᾶς στραβέ μέ τά φότα σου κέ ἄλλα λόγια πικρά ἐφόσον βλέπης εἶμε ἐξελθόν καί κορνάρον ἐφτιχός τίποτε σοβαρῶν κέ ἡ Ντωφίν ὑγιεῖς), θαυμάσιος ὀρθογράφος γιά νά κάνει ἔντεχνα λάθη μέ διπλές ἔννοιες πού ἀπορρέουν ἀπό τήν ὄψη τῶν λέξεων καί τήν ἀκουστική τους. Μυία (μιά+μύγα), τυχερᾶνε (τυχερέ+Τεχεράνη), βραβεῖο Παστουρμάκ (Πάστερνακ+παστουρμᾶς), τά Ἰλυσσακά του (Ἰλισσός+λυσσακά), ἡ δύσις (=εἰδήσεις), ἰάπωνος (= ἡ ἄπονος). Γραφή μιμούμενη, τυπωμένα γράμματα, ταινίες ἐγγεγραμμένες, γράμματα κεφαλαία στίς ἐπιγραφές, μικρά στούς διαλόγους, ἀρχικά μέ μπιχλιμπίδια. Ἔστω κι ἄν ὑπάρχουνε λογογραφίες τοῦ Μποσταντζόγλου διόλου δέν ξεχωρίζει σέ πηγαιότητα, προέλευση, αἰχμές, ποιότητα, ὕφος, ἡ λογογραφία ἀπό τό καθαρό σχέδιο. Στά σκέτα λόγια κατορθώνει νά μήν εἶναι λογᾶς καί τελάλης. Ὁ Μποσταντζόγλου ἀμφιρρέπει καί δέν ρίχνει τό βάρος του στό σκίτσο ἤ στά λόγια. Οἱ λειψοπήγουνοι ἥρωές του δέν εἶναι βουβοί οὔτε βλάκες. Τό λένε τό λογάκι τους καί αὐτό εἶναι πού ἔχει τήν περισσότερη ἀξία. Στούς πολλούς δέν εἶναι δυσνόητος, σέ ἀρκετά σκίτσα, παρά ἐπειδή δέν ἀκολουθοῦν μέ τήν δικιά του ἔνταση τά γεγονότα, τά πάντα. Ἴσως αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τά σκίτσα πού ἐρείδονται ἐπί συγκεκριμένων γεγονότων καί προσώπων, τά σκίτσα μάχης, χάνουν ἀρκετή ἀπό τή χάρη τους μέ τήν πάροδο τοῦ καιροῦ, μέ τήν λησμονιά παλιῶν συμβάντων. Κάποιος παίζει μέ τήν Ἑλλάδα, κηρία ἀπασχόλησίς μας εἶναι ἡ συμπλήροσις τοῦ προπό τοῦ βιοτικοῦ μας ἐπηπαίδου ἀνοτέρου κέ ἀφτῆς τάφτης τῆς Νορβιγίας, ὁ Πειναλέων μανθάνη φητολογείαν ( φυτῶν δορεᾶν) καί συλλαβίζει στό ἀλφαβητάριο ( ἔ-λά νί-νί πά-ρέ πρό-πό), οἱ ἐφημερίδες παρεμπιπτόντως ἀναφέρουν τούς τριγμούς, τομές σιωπῆς ἀνάμεσά μας, «τά νιάτα μας τά κάναμε ρημάδια», οἱ κατσαρές φωνοῦλες τῶν ἡρώων του Μποσταντζόγλου μέ διπλά λογοπαίγνια ( ὁ χιτών – παραπομπή στόν ἰαπωνικό τίτλο the Micado = ὁ Χιροχιτών) προσφέρουν στήν διακωμώδηση τά ἀσήμαντα πού ἀπασχολοῦν τούς οἰκονομικά ἰσχυρούς, τό γέλιο ἐπέρχεται ἀκάλεστο, τό γέλιο προέρχεται ἀπό τήν σοβαρότητα, ὁ Ντέ Γκώλ μέ μουστάκι ἀλά Χίτλερ, τό Βατικανό πού ἐξάγει μέ καπνό τόν Πάπα, « ἡ καρδιά μας ἀνασαίνει τήν ἀνασύνταξη». Ὁ Μποσταντζόγλου δέν παραμορφώνει τούς ἀνθρώπους καί τά ἀντικείμενα. Ὁρισμένα χαρακτηριστικά τά ὑπογραμμίζει γιά νά δώσει κάποια ἔμφαση ἀποφεύγοντας τούς τύπους ( μεθύστακας, πεθερά), ἔτσι ἔχουμε τό νεοελληνικό μουστάκι, τό κουρεμένο γυμνασιόπαιδο τῆς ἐπαρχίας, ἀξύριστα μάγουλα, χειρονομίες, ποδοσφαιριστές μέ φάτσες χασικλίδικες ( βγάλσιμο χεριοῦ δῆθεν ἐκ τύχης 300 δραχμέ ὁ πῆχυς). Οἱ φαντάροι φοροῦν ἀκόμη δίκωχα, φαίνονται τά ρογοβύζια τῶν γυναικών, « μεταθέτει τή γραμμή του ἀπό τήν περιγραφή στήν ἔκφραση, ἀπό τό ἀντικείμενο στόν στόχο του κατ’ εὐθείαν, ἐκπλήσσει μέ τήν ἐφευρετικότητά του – ὡς καί ἡ ὑπογραφή του ἔγινε χόρτο, καπνός, νότες, ταμπέλλα περιπτέρου. Μέσα σ’ ἕναν χρόνο λανσάρει διαδοχικά τόν Γάτο τῆς Ὁμονοίας, τόν Ἀλφόνσο, τή Μαμά Ἑλλάς, τόν Πειναλέων καί τήν Ἀνεργίτσα. Ἡ Μαμά Ἑλλάς εἶναι μία παλιατσαρία μέ δόρυ καί περικεφαλαία, τακούνια, δίσκο ζητιανιᾶς, δαφνοστεφανωμένη ( ἡ μαμά ποτέ δέν πεθένη), πολυεύσπλαχνος (καί ἐπί πλέον ἔγκυος) – ὁ πιτσιρίκος, τό κολλητήρι, ὁ Ἀτσιδάκης, ὁ Πειναλέων, γεννήθηκε μέ κόπο ὅπως καί τά ἐντός κειμένου σχέδια δείχνουν. Αὐτά εἶναι μόνο οἱ ἀπαρχές, οἱ πρό-πειναλέων. Ὁ Πειναλέων μᾶς ἀνάγει στόν Καραγκιόζη καί τό ξέρει ὁ Μποσταντζόγλου αὐτό ( νύχτες τοῦ Καμπούρια). Εὐφυής, σέ ἀγώνα ἀνορθογραφίας κατά τῆς ἀπόγνωσης, μέ παροιμίες καί τραγούδια ἀλληλογραφεῖ μέ τή Μαμά Ἑλλάς ( ἀσπάζομε τήν δεξιάν σας Κλέων ὁ ἰός σας ἀρχιδούκσ Πειναλέον) χωρίς νά μπερδεύει τά βήματά του μέσα στά λαχεῖα, τίς μαντεῖες, τίς φωτεινές ρεκλάμες, μέ τά τσουχτερά λόγια του περιθωρίου ( πού διαβαζονται

λιγότερο) δέν σ’ ἀφήνει νά τόν ἀντικειμενικοποιήσεις. Ἡ Ἀνεργίτσα μέ βιβλιάριο προικοδοτήσεως, γλωσσικό ἀνακάτωμα ( μακράν της πατρίδος χρονιάρα μέρα), τό παιδί διά νά κοιμίζει θούρια τό σινηθίζει, στάχτη σκεπάζει τήν Ἑλλάδα, ἐδῶ τό ἠρωϊκό ταυτίζεται μέ τήν αὐτοκτονία, ἀλλεπάλληλα ἐπερχόμενος ὁ Μποσταντζόγλου μέ χαρτογραφίες τρέχει σάν ἀλογάκι σέ λειβάδια γεμάτα παγίδες, γελοιογράφος διαμαρτυριῶν, μέ μειδίαμα δακτυλοδεικτεῖ τήν λέπρα ὅπως ταιριάζει σέ ἐποχή ἀντεπανάστασης καί στό τέρμα ξεφεύγει πάντα. Μή κάνοντας στάσεις δισταγμοῦ, ὀφθαλμός ὅς τά πάνθ’ ὁρᾶ, μέ κονδυλογραμμένα ὅλο τσαλίμια σχέδια, μοναδικός, ἀμετάφραστος, συσχετισμός μέ κάθε ἄλλον θἆταν ἄτυχος, προπάντων ἑλληνικός, κουτοπόνηρος, σαρκαστής, κυνικός, αὐθεντικός, βέβαιος ὅτι στό τέλος « αὐτό τό ἀπόστημα θά σπάσει σάν τόν ἥλιο…»