‘Αντε γειά


Σήμερα, η ζωή μου όλη σήμερα
χτες αλλιώτικα σκεφτόμουνα
τ’ αύριο ονειρευόμουνα
Σήμερα, η ζωή μου όλη σήμερα
Ήρθες πλάι μου και στάθηκες
έφυγες αλλά δε χάθηκες

Η ζωή μου περνά και χάνεται
η ζωή περνά και χάνεται, χάνεται
η στιγμή που ποτέ δεν πιάνεται
η στιγμή ποτέ δεν πιάνεται μάτια μου
Μια στιγμή και μ’ αφήνεις μόνο μου
μια στιγμή και είμαι μόνος μου, μόνος μου

Να σε δω και ας τελειώσει ο χρόνος μου
και ας τελειώσει τώρα ο χρόνος μου μάτια μου

Σήμερα η ζωή μου όλη σήμερα
Όσα πέρασαν δε μείνανε
και όσα έρχονται δε γίνανε
Σήμερα η ζωή μου όλη σήμερα
Χτες αλλιώτικα σκεφτόμουνα
τ’ αύριο ονειρευόμουνα

Σήμερα η ζωή μου όλη σήμερα
χτες αλλιώτικα σκεφτόμουνα
τ’ αύριο ονειρευόμουνα
Να σε δω και ας τελειώσει ο χρόνος μου
κι ας τελειώσει τώρα ο χρόνος μου μάτια μου, μάτια μου,μάτια μου

***

Γιάννης Πάριος – Σταμάτης Σπανουδάκης

Mετά τον χαμό της συζύγου στο ατύχημα του γαμπρού του Λ. Γιαννακούλη


ΜΠΟΜΠΟΛΑΣ
Σημ.Αμετανόητου: Ολα εδώ μένουν…έτσι ήταν πάντα…

H θέα από το γραφείο του Γιώργου Mπόμπολα στην έδρα του «Πήγασου» στη Mεταμόρφωση είναι επιεικώς καταπληκτική. Aπό το γραφείο του, όπου κατά πολλούς έχουν γραφτεί αρκετές σελίδες της νεότερης επιχειρηματικής, αλλά και πολιτικής ιστορίας της Eλλάδας, ο πατριάρχης ενός από τους κορυφαίους ομίλους της χώρας έχει ένα σπάνιο προνόμιο: να αγναντεύει ένα κομμάτι των έργων του. Eίτε την Aττική οδό και την περιφερειακή Yμηττού ανατολικά, είτε δυτικά τη στάση – κόμβο του μετρό και του προαστιακού στη Δουκίσης Πλακεντίας, είτε βόρεια το χωμένο στην Πάρνηθα ιστορικό καζίνο, είτε ακόμα στο βάθος των Mεσογείων τα φώτα του Smart Park.

Έργα-κόποι μιας ακατάβλητης δουλειάς και συνεχούς παρουσίας σε μια σειρά από επιχειρηματικούς τομείς, που απλώνεται μετά από πολλές δεκαετίες ο πανίσχυρος όμιλος του. Έργα, που όσον αφορά το σκέλος των υποδομών τουλάχιστον, έχουν αλλάξει στην κυριολεξία τη μορφή της χώρας. Xωρίς φυσικά να παραγνωρίζεται το ότι αύξησαν γεωμετρικά τα κέρδη, αλλά και την ισχύ του ομίλου.

Bαρύ κλίμα

Tο κλίμα όμως τις τελευταίες ημέρες είναι κάτι παραπάνω από μελαγχολικό και στον Πήγασο και παντού όπου ζει και κινείται και το τελευταίο μέλος της οικογένειας Mπόμπολα. Tο γραφείο του πατριάρχη είναι άδειο. Aπό το περασμένο Σάββατο το πρωί, η «καρδιά» όλης της οικογένειας χτυπάει στο Aττικό Nοσοκομείο. Στην εντατική του μονάδα. Πριν καλά καλά γίνει το μνημόσυνο της Άννας Mπόμπολα και η ακριβή της μνήμη επανέλθει στην καθημερινή σκέψη της οικογένειας, ένα νέο χτύπημα ήρθε να τη σοκάρει. Συνέχεια

«Αρχίζει ο μπάτσος να την κλωτσάει και να φωνάζει: “ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΩΡΗ ΚΑΡΙΟΛΑ! ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ!”»


ΜΑΤ

17 Νοέμβρη, μία και μισή το μεσημέρι, μόνος μου στη Σταδίου με δυο σπρέι στην τσάντα. Ο δρόμος είναι άδειος. Ξαφνικά πετάγονται από το πουθενά 20 ΜΑΤαδες. «Επ, παλικάρι, ταυτότητα!», τους την δείχνω.«Πάμε λίγο πιο πάνω!», τους ακολουθώ. «Κάτσε κάτω!», κάθομαι. «Πού μένεις;», «Αγία Παρασκευή», «Α καλά, κατάλαβα, πλουσιόπαιδο!», δεν απαντάω. «Τι έχεις στην τσάντα;», μου την ανοίγουν. «Τι έχεις στις τσέπες;», πάω να σηκωθώ να τους δείξω. «Κάτσε κάτω ρε, τι νομίζεις ότι είσαι; Έξυπνος; Τι είναι αυτά εδώ;». Κρατάει δυο μάσκες για δακρυγόνα που βρήκε στην τσάντα μου. Τις είχα για την πορεία, «Τι τις θες; Σαν να μην μας τα λες καλά! Αναρχικός μου φαίνεσαι!». Δε μιλάω. «Τι είναι αυτο εδώ;», μου δείχνει ένα μικρό αναρχικό άλφα, ζωγραφισμένο με μπλάνκο πάνω στην τσάντα μου, «¶λφα» του λέω. «Με περνάς για βλάκα, ε;! Δεν γουστάρεις αστυνομία, ε;! Αν με πετύχαινες μόνο μου βράδυ θα με έσπαγες στο ξύλο, ε;! Σήκω!», σηκώνομαι. Μ’ αρπάζει από το λαιμό και με τραβάει κοντά του με δύναμη. «Μην κάνεις καμιά μαλακία! Κατάλαβες;!». Μου καρφώνει ένα γκλοπ στη μέση και στην επόμενη γωνία με δίνει σε πέντε ασφαλίτες με πολιτικά. Αυτοί με κολλάνε στον τοίχο, ξαναψάχνουν την τσάντα μου, δε βρίσκουν τίποτα παράνομο, γράφουν τ’ όνομά μου και με χώνουν σε μια κλούβα μαζί με άλλα δυο παιδιά. Συνέχεια

Μια ιστοριούλα ξε-σαλλ-ώματος


ΣΑΛΛΑΣ_ΣΤΑΙΚΟΥ

Τον Στήβεν Γκρέυ δεν τον ξέρετε. Όπως άλλωστε δεν τον ήξερα κι εγώ, μέχρι που τον συνάντησα τυχαία. Για την ακρίβεια, συνάντησα ένα κείμενό του στο διαδίκτυο. Πρέπει να πω ότι ο Στήβεν Γκρέυ είναι δημοσιογράφος τού Ρώυτερς, ο οποίος έκανε μια έρευνα για τις ελληνικές τράπεζες. Μάλιστα, για χάρη αυτής της έρευνας χρειάστηκε να κάνει κάμποσα ταξιδάκια στην Ελλάδα. Αν δεν έχετε πρόβλημα με τα αγγλικά σας, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του, όπου σας διαβεβαιώνω ότι θα βρείτε μερικά εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα, που θα κάνουν αρκετές τριχούλες σας να σηκωθούν. Όμως, αν δεν τα πάτε καλά με την γλώσσα τού Σαίξπηρ ή αν απλώς βαριέστε τα ξενόγλωσσα, επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ εγώ μια από τις πιπεράτες ιστορίες τού κυρίου Γκρέυ.

Η ιστορία αυτή, λοιπόν, δημοσιεύθηκε στο Ρώυτερς με τίτλο A Greek banker’s secret property deals (= οι μυστικές κτηματικές συμφωνίες ενός έλληνα τραπεζίτη). Κι επειδή οι δημοσιογράφοι που είναι όντως δημοσιογράφοι, δεν κρύβονται πίσω από μεσοβέζικες φράσεις όπως π.χ. γνωστός παράγοντας, πρώην βουλευτής, υψηλόβαθμο στέλεχος κλπ αλλά λένε τα πράγματα με το όνομά τους, ο τραπεζίτης στον οποίο αναφέρεται ο Γκρέυ έχει ονοματεπώνυμο: λέγεται Μιχάλης Σάλλας και είναι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου (δηλαδή, αφεντικό) της Τράπεζας Πειραιώς.

Ο Σάλλας, λοιπόν, τοποθετήθηκε επί κεφαλής τής Τράπεζας Πειραιώς πριν από 21 χρόνια, από την κυβέρνηση του -επανακάμψαντος μετά την παρένθεση Μητσοτάκη- Ανδρέα Παπανδρέου, πριν η τράπεζα ιδιωτικοποιηθεί. Μέχρι τότε, ο Σάλλας εκτελούσε χρέη προσωπικού συμβούλου τού Ανδρέα. Σήμερα, «κατέχει περίπου 1,5% της τράπεζας, η χρηματιστηριακή αξία τής οποίας έχει χάσει 97% από την ιστορικά υψηλότερη τιμή της το 2007». Συνέχεια

κομμάτια ενός μέλλοντος που έρχεται από παλιά


[ποστίδιο αποτελούμενο από τέσσερα αστεία και μία πρόταση]

αστείο Ι (προτάσεις για την παιδεία)

Δυστυχώς το μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού πανεπιστημίου ναυάγησε. Το πανεπιστήμιο είναι και πολυδάπανο και συνιστά όχημα προς την ανεργία. Η τελευταία κρίση στο ελληνικό πανεπιστήμιο με επίκεντρο το ζήτημα των διοικητικών υπαλλήλων είναι απλώς ένα σύμπτωμα της ασθένειας. Δυστυχώς, όμως, η κρίση δεν φαίνεται να μας κάνει να θέλουμε να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Είμαστε μια χώρα στην οποία η υποκρισία υπεραφθονεί και η σχέση μας με τον ορθολογισμό αποδεικνύεται χαλαρή.

Αν θέλουμε, πάντως, να είμαστε ρεαλιστές οφείλουμε άμεσα να αλλάξουμε υπόδειγμα, καθώς δεν μπορούμε να συντηρούμε ένα τόσο μεγάλο, κατακερματισμένο και πολυδάπανο πανεπιστήμιο. Πρέπει λοιπόν να διαλέξουμε: ή θα αποφασίσουμε να βάλουμε δίδακτρα στη φοίτηση ώστε οι χρήστες να καλύπτουν ένα μέρος της δαπάνης που προορίζεται για αυτούς ή θα μειώσουμε σημαντικά τον αριθμό των εισακτέων μέσα από το κλείσιμο μεγάλου αριθμού σχολών ιδιαίτερα στην περιφέρεια. Δεν μπορεί να θέλουμε ταυτόχρονα εκπαίδευση για όλους χωρίς ανταπόκριση στην αγορά εργασίας και αυτό να απαιτούμε να το πληρώνουν οι φορολογούμενοι.

(Νίκος Μαραντζίδης , πηγή: Καθημερινή )

IMAG0388

(υπουργείο Εθνικής Παιδείας 1937, πηγή: ο Ελληνικός Φασισμός στον Μεσοπόλεμο – Σπουδές στο Γαλανόμαυρο, εκδ. antifa scripta)

Συνέχεια

ΥΓΕΙΑ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ (ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ)


Είναι το σύστημα Υγείας στη Σουηδία επίγειος παράδεισος όπως το εμφάνισε ο Παύλος Τσίμας;

Ο μύθος του βασιλιά που είναι όμως γυμνός

Από παλιότερη διαδήλωση εργαζομένων και ανέργων για την περικοπή των επιδομάτων ανεργίας
Βλέποντας την εκπομπή «Ερευνα» στο MEGA, του Π. Τσίμα, για το σύστημα Υγείας στην Ελλάδα και στη Σουηδία, στις 3 Δεκέμβρη, ακόμα κι ένας αδαής μπορεί να καταλάβει, πόσο μάλλον αν ζει κάποιος στη Σουηδία, ότι με επιφανειακές διαπιστώσεις και συγκρίσεις εμφανίζεται το σύστημα Υγείας στη Σουηδία ως επίγειος παράδεισος. Είναι όμως έτσι;

Μάνα μου… έρχονται οι επενδυτές… μην ανησυχείς.


Η μάνα, γριά γυναίκα, έχει περάσει όλες τις φάσεις, κι όλα τα στάδια, της Ελληνικής ιστορίας του περασμένου αιώνα. Παιδί φτωχής οικογένειας ξεριζωμένων Ελλήνων του Πόντου. Ο πατέρας, ντόπιος. Έζησαν κατοχή, εμφύλιο, και μετά, τα πέτρινα χρόνια, μέχρι που κατάφεραν, μαζί, να στήσουν το (πέτρινο) σπίτι τους και να φτιάξουν την οικογένειά τους.
Μεροκάματο και δόξα ο θεός, απ’ το πρωί μέχρι που νύχτωνε. Θυμάμαι τον πατέρα να λείπει απ’ το σπίτι ακόμα και τις Κυριακές και να επιστρέφει με το παλιό του ποδήλατο γεμάτος τσιμέντα στα χέρια και στα ρούχα του. Nα βγάζει πρώτα την τραγιάσκα του και να τη χτυπάει στο άλλο του χέρι, μετά, το πουκάμισό του, και να το τινάζει με τα δυο χέρια δυνατά, κι ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης να ξεπηδάει, κι απ’ το παντελόνι του, που το έτριβε πρώτα και μετά το τίναζε πάνω απ’ τα πόδια του, ένα δεύτερο.
Έπλενε τα χέρια και το πρόσωπό στη βρύση της αυλής, κι η μάνα τον περίμενε με την πετσέτα στο χέρι, να του τη δώσει για να σκουπιστεί. Ύστερα έβγαζε τα λασπωμένα παπούτσια του και έμπαινε στο σπίτι. Κατευθείαν στην κουζίνα. Όπου, τον περίμενε, ένα ρακοπότηρο γεμάτο κι ένα πιάτο φαΐ, ζεστό, κι η μάνα αφού κρεμούσε την πετσέτα στο καρφί, καθόταν κι αυτή στο τραπέζι για παρέα, για να πούνε δυο κουβέντες. Όλη μέρα μόνη της. Περίμενε να γυρίσει ο κανακάρης της απ’ το σκολειό, νευριασμένος, με μια στρυφνή γεροντοκόρη, δασκάλα, πελώρια, κοντά στα δυο μέτρα, που τον μάλωνε μπροστά σ’ όλους τους συμμαθητές του, γιατί δεν είχε δεύτερο τετράδιο και μοίραζε στα δυο το μοναδικό του, απ’ την μια μεριά για την ορθογραφία κι απ’ την άλλη για την αριθμητική.
Ήρθαν και πέρασαν, χρόνια και χρόνια, δεν λύγισαν, χρόνια ανέχειας που τ’ άφησαν πίσω, χρόνια με αρρώστιες που τις άντεξαν, χρόνια μοναξιάς, που βρήκαν παρέα, να θυμούνται, καθισμένοι τώρα στη βεράντα, με την ανία τους παραμάσχαλα, περιμένοντας στωικά το πεπρωμένο, κι ανάμεσα, που και που, κατεβαίνουν στην αυλή για να ποτίσουν τα λουλούδια, από συνήθεια, είναι η παρέα τους, τη χαζεύουν… πως φούντωσε η τριανταφυλλιά… κόψε μερικά να βάλω στο ανθοδοχείο… θα’ ρθουν τα παιδιά. Πάντα μ’ αυτή την έγνοια της. Τι να κάνουν τα παιδιά, πως να είναι άραγε, να περνάνε καλά ή μήπως… εδώ σταματούσε δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί, το μήπως…
Μαθημένη στα δύσκολα, αλλά ετούτα… Ξέρει να διακρίνει, να κάνει τη σύγκριση, το τότε με το τώρα. Το μυαλό της παρόλα τα χρονάκια της, είναι γάργαρο νερό. Μα ακούει, περισσότερο απ’ το κάθε τι, γιατί θέλει να μαθαίνει τα καθέκαστα. Και βλέπει, όσα γίνονται, αλλά κι όσα έρχονται, με το έμπειρο μάτι της. Βλέπει το άσκημο, που όλοι το ξορκίζουν, αλλά αυτή κρατάει πισινή. Κι ο πατέρας, μα τι να σου κάνει ένα μεροκάματο, κι οι αρρώστιες ξανά και ξανά; Ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω. Για τα παιδιά του, για τα εγγόνια του. Αυτό το κάτι παραπάνω είναι που του ξόδεψε κάποια χρόνια της ζωής του, στους κοινόχρηστους θαλάμους. Παράπονο δεν έχουν τα παιδιά του απ’ αυτόν. Αυτός έχει. Γιατί στάθηκε λιγάκι άτυχος, έστω, παρά τη θέλησή του.
Πως θα αντέξετε, αυτό το χάλι; Τελειωμό δεν έχει. Να λέει και να ξαναλέει η μάνα. Και μεις, δεν λέω, δεν ήμασταν καλύτερα, αλλά, να, δουλειά υπήρχε, μπορεί τα λεφτά να ήταν λίγα αλλά και η ζωή ήταν μετρημένη, όλο και κάτι αφήναμε στην άκρη, πρώτα κάναμε το ισόγειο και μετά από χρόνια τελειώσαμε και τον όροφο, τώρα, οι δουλειές όλο και λιγοστεύουν, και τα λεφτά γίνονται όλο και λιγότερα, κι η ζωή ακριβαίνει. Τι θα κάνουν τα παιδιά; Για τα εγγόνια της μιλάει, τώρα αυτά είναι τα παιδιά της, και η έγνοια της. Έρχονται δυσκολότερες μέρες. Κι αυτοί που μας κυβερνάνε είναι, άρτσι, μπούρτσι και λουλάς. Είναι, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Αυτοί σπίτι δεν έχουν; Μάνα δεν τους γέννησε; Πόνος δεν ξέρουν τι θα πει;
Αυτά είναι τα λόγια της. Έτσι τα καταλαβαίνει, έτσι τα λέει, κι έτσι τα ‘λεγε πάντα. Πόσα χρόνια ακόμη θα κρατήσει αυτό; Δεν ακούς τίποτε άλλο στην τηλεόραση. Πόσους θα σκολάσουνε ακόμη. Πόσοι θα χάσουν τη δουλειά τους. Πόσοι θα γυρίζουν στα σπίτια τους με άδεια χέρια. Εμείς θα φύγουμε, όταν το θελήσει ο θεός. Αλλά κάτι με πειράζει. Κάτι έχω μέσα μου και τώρα έχει μεγαλώσει. Δεν κάναμε κάτι. Τότε που έπρεπε. Φοβηθήκαμε. Ήμασταν νέοι και θέλαμε να ζήσουμε. Ο νέος, δεν πρέπει να φοβάται, όποιος φοβάται για τη ζωή, θα ζήσει τα χειρότερα. Αφεθήκαμε και μας ποδοπάτησαν. Κι ύστερα, πάλι, πιστέψαμε σε λόγια… κούφια.