Το ταξίδι Σαμαρά, οι ευαισθησίες του εβραϊκού λόμπι και η απελπισμένη έξοδος στις αγορές.
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Το προφανές, εσωτερικής χρήσης κίνητρο της όψιμης αντιναζιστικής αφύπνισης της κυβέρνησης είναι πολιτικό, και ολίγον εκλογικό, αλλά δεν είναι το μόνο. Υπήρξε και ένα κίνητρο… εξωτερικής χρήσης. Έγινε φανερό κατά την επίσκεψη Σαμαρά στις ΗΠΑ και θα ξαναγίνει φανερό κατά την επίσκεψή του στο Ισραήλ, από Δευτέρα. Ο πρωθυπουργός είχε στις ΗΠΑ συναντήσεις με την Κ. Λαγκάρντ, μίλησε στο Peterson, όπου «κάρφωσε» με κυνισμό το «άλλο άκρο», μίλησε στην American Jews Committee, συναντήθηκε με εκπροσώπους «ιεράκων» των αγορών. Είχε να τους πει πολλά για ελληνικό success story, πρωτογενές πλεόνασμα, μεταρρυθμιστικούς άθλους, αλλά επειδή αυτά οι ακροατές του τ’ ακούνε «βερεσέ», το πιο χειροπιαστό που είχε να τους «πουλήσει» ήταν η επιχείρηση κατά της Χ.Α. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο. Τι ενδιαφέρει τα «γεράκια» αν θα διαλυθεί ή όχι η ναζιστική συμμορία;
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αντ. Ρουπακιώτης, σε ραδιοφωνική του συνέντευξή, το είπε ευθέως. «Αμερικανοεβραϊκές και αμερικανοελληνικές οργανώσεις έρχονταν στην Ελλάδα και πίεζαν για τη Χ. Α., σαφώς ο πρωθυπουργός έπρεπε να τους πει κάτι», είπε. Πράγματι, ο εβραϊκός παράγοντας, με το μεγάλο ειδικό βάρος του στην αμερικανική- και όχι μόνο- οικονομία και πολιτική, έχει ειδική ευαισθησία σ’ αυτό. Στις αρχές του καλοκαιριού η American Jews Committee είχε εκδώσει ανακοίνωση κατά της αντισημιτικής και ρατσιστικής δράσης της Χ.Α., ενόψει επίσκεψης Σαμαρά στις ΗΠΑ (είχε κληθεί να μιλήσει σε εκδήλωση της AJC, στις αρχές Ιουλίου). Τελικώς η επίσκεψη Σαμαρά δεν έγινε τότε, επειδή δεν είχε κλείσει ραντεβού στον Λευκό Οίκο, αλλά η εβραϊκή κοινότητα των ΗΠΑ είχε στείλει σαφέστατο μήνυμα, σε μια περίοδο που το Μαξίμου θεωρούσε αδιανόητο να ανοίξει μέτωπο με τη Χ.Α. και ο χαρακτηρισμός «νεοναζί» απαγορευόταν διά ροπάλου. Συνέχεια