Βραζιλία: σπάζοντας στο δρόμο τους δεσμούς με το αποικιακό παρελθόν


Brazil

Βραζιλία: Μια διαμαρτυρία που ξεκίνησε από την αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στα δημόσια μέσα μεταφοράς και την αντίθεση στις προκλητικές δαπάνες για το Μουντιάλ του 2014 και πολύ γρήγορα υπερέβη τα αιτήματα αυτά. Σε μια προσπάθεια να καταλάβουμε τον χαρακτήρα της εξέγερσης (και ενώ την Τετάρτη έγινε γνωστό ότι η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων ακυρώνεται, μετά τις διαμαρτυρίες), δημοσιεύουμε με μικρές περικοπές το άρθρο της βραζιλιάνας Betty Martins (δημοσιεύθηκε στο http://www.opendemocracy.net, με τίτλο «Confronting disorder in Brazil», 19.6). H συγγραφέας έχει κάνει σπουδές τέχνης και πολιτισμικής διαχείρισης και ασχολείται με την καλλιτεχνική εκπαίδευση κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων στη Βραζιλία. Έχει ιδρύσει τον οργανισμό D-AEP.org.

Της Μπέττυ Μάρτινς

Γεννήθηκα στον Σάο Πάολο, την έβδομη μεγαλύτερη πόλη του κόσμου. Το Λονδίνο, όπου μένω, μοιάζει ακόμα στα μάτια μου σαν χωριό, όπου μπορώ να ζω όπως θέλω, να απολαμβάνω την ελευθερία μου (βέβαια, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα με την πολιτική της Μ. Βρετανίας, αλλά δεν θα σταθώ σ’ αυτά σε τούτο το άρθρο). Πραγματικά νιώθω ελεύθερη στην καθημερινότητά μου εδώ.

Η βραζιλιάνικη κουλτούρα είναι ποικιλοτρόπως βουτηγμένη στη διαφθορά και τη βία. Η διαφθορά είναι ενσωματωμένη στη συνείδησή μας: είναι παρούσα στην καθημερινότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε καταντάει μια κανονικότητα, μια επικίνδυνη κανονικότητα. Επιπλέον, ψηλαφώντας την πολιτισμική μνήμη της χώρας, εύκολα διακρίνει κανείς τα ίχνη της αποικιοκρατίας, τα οποία πολλές φορές βυθίζουν τον κόσμο σε αυτό που ο βραζιλιάνος παιδαγωγός και φιλόσοφος Πάουλο Φρέιρε όρισε ως «κουλτούρα της σιωπής». Μια κουλτούρα σιωπής δεν σκέφτεται, δεν παράγει. Μια κουλτούρα σιωπής καταναλώνει τα πάντα στο πέρασμά της και αναπαράγει τα ίδια συμπτώματα ξανά και ξανά.

Νιώθω μεγάλη χαρά βλέποντας, έστω από απόσταση, τους Βραζιλιάνους να βγαίνουν στον δρόμο μαζικά και να αγωνίζονται για έναν κοινό σκοπό. Σίγουρα υπάρχουν παλιοί αγωνιστές που παλεύουν εδώ και χρόνια, και νιώθω τυχερή που γνωρίζω κάποιους από αυτούς. Αλλά εκείνο που συμβαίνει τώρα είναι κάτι διαφορετικό. Ίσως, τώρα, μια νέα γενιά σπάει επιτέλους τους δεσμούς με το αποικιακό παρελθόν. Ίσως αυτή η γενιά είναι πιο ελεύθερη από τη δική μου. Ίσως αυτό που έκανε τη διαφορά είναι τα κοινωνικά δίκτυα, τα αποκεντρωμένα social media, τα οποία μέχρι τώρα τουλάχιστον ελέγχονται από τους ίδιους τους πολίτες. Ναι, μπορεί μέσα από αυτά να γινόμαστε αντικείμενο παρακολούθησης, αλλά μπορούμε και να παρεμβαίνουμε. Αυτό το οποίο πρέπει να μάθουμε να διαχειριζόμαστε πλέον είναι ίσως το ζήτημα της εξουσίας. Απ’ ό,τι φαίνεται δεν τα ’χουμε πάει άσχημα μέχρι τώρα. Ναι, υπάρχει το #NSA (το σκάνδαλο παρακολούθησης τηλεφώνων από τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ), αλλά έχουμε και την Άνοιξη των λαών, την Αραβική, την Ευρωπαϊκή και την Τουρκική, στη Βόρεια και τη Λατινική Αμερική, καθώς και τα συλλογικά κινήματα που οδηγούν σε μια παγκόσμια κοινωνική αφύπνιση και αλλαγή.

Ωστόσο, βλέπω επίσης την Βραζιλία που θυμάμαι: την παλιά Βραζιλία, με τις παραδοσιακές μιλιταριστικές της τακτικές. Και η παλιά Βραζιλία δεν είναι μόνο αυτή της αστυνομίας· το πιο επικίνδυνο μιλιταριστικό εργαλείο είναι τα παραδοσιακά της μέσα ενημέρωσης. Όπως και στην Τουρκία, η κατηγορία που εμφανίζεται πιο συχνά στους τίτλους των ειδήσεων είναι «ο βανδαλισμός». Τα μέσα ενημέρωσης, ως συνήθως, κάνουν πολύ επιτυχημένα αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα: διαίρει και βασίλευε. Αρχίζουν έτσι να εμφανίζονται κάποια οργισμένα σχόλια σχετικά με τους «βανδαλισμούς» στις διαδηλώσεις, που επισκιάζουν βέβαια τα πραγματικά διακυβεύματα. Η μεσαία τάξη, λένε, της Βραζιλίας, η οποία ζει σε ένα τελείως διαφορετικά σύμπαν, αγανακτεί με αυτούς που διαμαρτύρονται ενάντια στην αύξηση του εισιτηρίου των δημοσίων συγκοινωνιών κατά 0,20 λεπτά — στη Βραζιλία, η απόσταση μεταξύ των τάξεων είναι τεράστια: ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης δεν θα καταδεχόταν ποτέ να χρησιμοποιήσει τα δημόσια μέσα μεταφοράς.

Έχω μιλήσει με ανθρώπους που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις:

«Ήμασταν περίπου 15.000 και όχι 5.000, όπως είπαν τα καθεστωτικά μέσα».

«Ήταν ξεκάθαρο ότι η αστυνομία σκόπευε να μας διαλύσει ό,τι και να κάναμε. Όταν η πορεία πλησίασε στην πλατεία Ρούσβελτ άρχισε να χτυπάει βίαια τον κόσμο, αδιακρίτως και τελείως απρόκλητα».

«Τα μήντια προσπαθούν να παρουσιάσουν τους διαδηλωτές σαν εγκληματίες. Αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν λίγο δυσκολότερα γι’ αυτούς, αφού μπορούσαμε μέσω του ίντερνετ και των κοινωνικών δικτύων να πούμε τη δική μας εκδοχή της ιστορίας… Όλοι οι τηλεπαρουσιαστές, ταυτόχρονα, επιτίθονταν στους διαδηλωτές μιλώντας για βανδάλους. Μόνο όταν ήταν πια απολύτως αδύνατον να στηρίξουν αυτόν τον ισχυρισμό άρχισαν να μιλούν για την αγριότητα της αστυνομίας».

Ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε τη λέξη «βανδαλισμός». Βανδαλισμός είναι η πράξη της καταστροφής ενός πράγματος πολύτιμου για την κουλτούρα και την ιστορία ενός έθνους. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο για μένα ότι εκείνος που πραγματικά προβαίνει σε βανδαλισμούς, σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι εκείνος που επιτίθεται στην πιο πολύτιμη κληρονομιά αυτού του τόπου, θεματοφύλακες της οποίας είναι οι άνθρωποί του: στη δημοκρατία.

«Παίρνουμε μαζί μας ξίδι για να προστατευθούμε από τα χημικά. Στη διάρκεια των διαδηλώσεων συνέλαβαν ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή κουβαλούσαν ξίδι. Ποια λογική εξήγηση μπορεί να δοθεί γι’ αυτό; Το ξίδι δεν είναι παράνομο ναρκωτικό. Τα social media είναι γεμάτα από αστεία σχετικά μ’ αυτόν τον παραλογισμό. Δεν είχαν κανέναν πραγματικό λόγο να συλλάβουν ανθρώπους, οπότε δημιούργησαν έναν!»

Αυτό που κάνουν οι Βραζιλιάνοι ξεπερνάει την πράξη της διαμαρτυρίας για την αύξηση του εισιτηρίου στις δημόσιες συγκοινωνίες (αν και το γεγονός αυτό αποτελεί από μόνο του έναν θεμιτό και δικαιολογημένο λόγο διαμαρτυρίας, στο μέτρο που η εικόνα μιας αναπτυσσόμενης οικονομίας στη Βραζιλία σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στις πραγματικότητες του φτωχού πληθυσμού της). Είναι ένας ξεσηκωμός ενάντια στην κανονικότητα, ενάντια στην κάλυψη των γεγονότων από τα ΜΜΕ και την πολιτισμική μνήμη των Βραζιλιάνων. Και ελάχιστα έχουμε συνειδητοποιήσει αυτή την ανατροπή, ότι βρισκόμαστε σε ένα συναρπαστικό νέο στάδιο.

Όπως έλεγα, τα social media έχουν παίξει έναν ρόλο-κλειδί. Οι Βραζιλιάνοι αποδείχθηκαν εξαιρετικά δραστήριοι στα ψηφιακά μέσα. Η ρητορική των «βανδαλισμών» δεν μπορούσε να υποστηριχθεί, όσο οι Βραζιλιάνοι ήταν ενεργοί στα social media: οι απαντήσεις στα ψέματα που ακούγονταν έρχονταν αμέσως, με αναρτήσεις για το τι πραγματικά συνέβαινε σε κάθε μέρος, φωτογραφίες, βίντεο, live streams. Ο κόσμος συζητούσε τα γεγονότα διεξοδικά, απορρίπτοντας τα παραδοσιακά μέσα και τους εκπροσώπους τους. Οι ρεπόρτερ των mainstream μέσων πρέπει πια να κρύβονται από τους διαδηλωτές, λόγω της παραπληροφόρησης στην οποία επιδόθηκαν στη διάρκεια των κινητοποιήσεων.

Τώρα που οι κινητοποιήσεις έχουν επεκταθεί, προκύπτει μια ανησυχία σχετικά με τη πολιτικές διαφορές των χώρων που συμμετέχουν σε αυτές. Αν και οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν από την Αριστερά, τώρα πια πολίτες και από τον χώρο της Δεξιάς υψώνουν τις σημαίες τους στις διαδηλώσεις. Το γεγονός αυτό ασφαλώς προκαλεί κάποια σημαντικά ερωτήματα. Μπορεί αυτό να μετατοπίσει το ενδιαφέρον από τον αρχικό σκοπό; To Avaaz ήδη κυκλοφορεί μια διαμαρτυρία εναντίον της προέδρου Ρούτσεφ. Αυτός όμως είναι ο πραγματικός στόχος;

Ένα ευρύτερο μέτωπο, πιο μαζικό, είναι ισχυρότερο αλλά συγχρόνως μπορεί να χάσει την πολιτική του εστίαση. Γι’ αυτό θα πρέπει να πραγματοποιηθεί ένας ανοιχτός διάλογος, με μεγάλη προσοχή ώστε να μην «καπελώσει» ο ένας τον άλλο με το αφήγημά του. Κάθε διάσπαση ανάμεσα στους διαδηλωτές θα αποτελέσει, κατά τη γνώμη μου, μεγάλο λάθος. Στέκομαι στο πλευρό των ανθρώπων που βρίσκονται στο δρόμο, αγωνίζονται και εξεγείρονται. Είμαι στο πλευρό εκείνων των ανθρώπων της Βραζιλίας, για τους οποίους μιλούσα πάντα με υπερηφάνεια στη Μ. Βρετανία: εκείνους τους Βραζιλιάνους που ενδιαφέρονται για την κοινότητά τους, που δρουν συλλογικά, που παλεύουν για έναν καλό σκοπό, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές, θρησκευτικές ή πολιτισμικές τους καταβολές.

Μετάφραση: Μάνος Αυγερίδης. Πηγή: Ενθέματα
http://www.rednotebook.gr/details.php?id=9920

Έτσι κάηκε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και έτσι ήρθε ο προηγούμενος μεσαίωνας.


 Το  416 μΧ δολοφονήθηκε στην Αλεξάνδρεια η Υπατία η Αλεξανδρινή.
Η Εκκλησία δεν άντεχε την ύπαρξή της.
Από όταν ήταν τριάντα χρονών διέδιδαν ότι ήταν μάγισσα και όργανο του σατανά .
Όσο η ρωμαϊκή αυτοκρατορία  έμπαινε  στην περίοδο της παρακμής της τόσο ισχυροποιούσε την θέση του ο χριστιανισμός.
Όσο η  εποχή της λάμψης και της ευημερίας τελείωνε  τόσο  οι άνθρωποι έμπαιναν στη ζώνη του μεσαιωνικού λυκόφωτος.
Εκείνη την εποχή  η Αλεξάνδρεια  ήταν ακόμα το λίκνο του πολιτισμού του αρχαίου κόσμου.
Η Υπατία έγινε η σπουδαιότερη προσωπικότητα των γραμμάτων εκείνης της εποχής.
Σε ηλικία 35 χρόνων ήταν πρύτανης του πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και διευθύντρια της  περίφημης βιβλιοθήκης της.
Άλλοι λένε ότι ήταν Ελληνίδα και άλλοι ότι ήταν Ελληνοαιγύπτια.
Η τελευταία γυναίκα  επιστήμονας του αρχαίου κόσμου γνωστή για το έργο της σε ολόκληρη την μεσόγειο.
Λένε ότι όταν δίδασκε στο πανεπιστήμιο χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο μοντέλο που αναπαριστούσε την κίνηση της Γης και των υπολοίπων πλανητών γύρω από τον ήλιο.
Οι  πρωτοπαπάδες της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας  έστρεψαν τον όχλο εναντίον της.
Η «Κουλτουριάρα» έγινε το κόκκινο πανί.
Ότι δεν καταλάβαινε ό νους  των φανατικών χριστιανών έπρεπε να εξοντωθεί.
Την θέση του να πάρουν τα απλά λόγια , οι εύκολες έννοιες , οι ξεκάθαρες κουβέντες, οι ολιγόλογες φράσεις.
Η Αμφιβολία, η έρευνα  και η προσπάθεια των ανθρώπων να γνωρίσουν τον κόσμο γινόταν «έργο του Σατανά».
Η Βεβαιότητα των ηλιθίων γινόταν η νόμιμη αρετή.
Το μαινόμενο πλήθος την κατέβασε από την άμαξα .
Την έγδυσε και την έσυρε στους δρόμους της Αλεξάνδρειας από τα μαλλιά.
Την ανέβασαν σέρνοντας την   στα σκαλιά της βιβλιοθήκης που ήταν πλέον «ο ναός του Σατανά».
Την έκαναν κομμάτια με κοφτερά κοχύλια και κομμάτια από σπασμένα αγγεία.
Την διαμέλισαν και τα κομμάτια της τα έκαψαν μπροστά στην βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.
Εν συνεχεία έκαψαν την βιβλιοθήκη καταστρέφοντας ανεκτίμητους θησαυρούς του ανθρώπινου πολιτισμού.
Η Χριστιανική εκκλησία δεν το παραδέχεται ακόμα και τώρα αλλά είναι βέβαιο ιστορικά ότι οργάνωσε συστηματικά την δολοφονία της και διαμέσου αυτής την κυριαρχία του μεσαιωνικού χριστιανικού σκοταδισμού στον γνωστό τότε κόσμο.
Ο Κύριλλος ,  αρχιεπίσκοπος της Αλεξάνδρειας  που χωρίς την  άδεια του δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει το έγκλημα , αγιοποιήθηκε  για να προστατευτεί από τις συκοφαντίες.
Γράφω αυτά   τα λίγα με αφορμή την κατάργηση  δεκάδων βιβλιοθηκών ανά την Ελλάδα από  μια δράκα φανατικών ηλιθίων φασιστών  που μας κυβερνούν.
Η Βαρβαρότητα έρχεται πάντα με τον ίδιο τρόπο.

Όταν το χρήμα αγοράζει τα πάντα !


1.
Όταν λέει «αγορά», ο Σαντέλ μάλλον δεν εννοεί κάτι σαν κι  αυτήν. 
Όταν λέμε ότι «πωλούνται όλα», εννοούμε όλα. Με αυτές τις επτά λέξεις μπορούμε να περιγράψουμε το Τι δεν μπορεί να αγοράσει το χρήμα (What Money Can’t Buy) του πολιτικού φιλοσόφου Μάικλ Σαντέλ, μια μελέτη για τα «ηθικά όρια των αγορών», που φαίνεται ότι θα γίνει ένα από πιο πολυσυζητημένα βιβλία της χρονιάς. Μόνο που ο καθηγητής του Χάρβαρντ υποστηρίζει ότι δεν θα έπρεπε να είναι όλα για πούλημα, ότι υπάρχουν πράγματα που θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός αγοράς ώστε να μην ξεχαρβαλωθεί εντελώς η ανθρώπινη κοινωνία.

Με νηφάλιο τόνο, χωρίς ακαδημαϊκή υπεροψία αλλά και χωρίς ρηχή καταγγελτική διάθεση, ο Σαντέλ μοιάζει να περιγράφει τις τελευταίες μέρες της παγκόσμιας καπιταλιστικής Πομπηίας, παροτρύνοντας τους αναγνώστες του όχι να οργανωθούν και να εξεγερθούν, όπως ίσως θα έκανε ο Νόαμ Τσόμσκι ή κάποιος άλλος διάσημος ακτιβιστής θεωρητικός, αλλά να σκεφτούν, να στοχαστούν, να αλλάξουν. Και ίσως, αλλάζοντας οι ίδιοι, μπορέσουν να αλλάξουν και τον κόσμο γύρω τους. Το βιβλίο του Σαντέλ είναι πολύτιμο γιατί δεν απευθύνεται στους ήδη πεισμένους, αλλά μπορεί να κλονίσει αυτούς που θεωρούν ότι έτσι είναι η ζωή, έτσι είναι το σύστημα και, αν το δούμε διαφορετικά, κινδυνεύουμε να γίνουμε γραφικοί.

 
Πατείς με πατώ σε οι φοιτητές στο αμφιθέατρο του Χάρβαρντ για να ακούσουν το μάθημα «Δικαιοσύνη» του Μάικλ Σαντέλ.
_________________________________________

O 59χρονος Αμερικανός καθηγητής είναι ένα είδος ροκ σταρ στον ακαδημαϊκό χώρο, αφού κατά τις παραδόσεις του στο Χάρβαρντ, όπου διδάσκει πολιτική φιλοσοφία εδώ και 30 χρόνια, παρατηρείται το αδιαχώρητο. Μάλιστα, το μάθημά του με θέμα «Δικαιοσύνη» έχει αναρτηθεί στο Διαδίκτυο και οι επισκέπτες του ανέρχονται σε εκατομμύρια. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε πέρυσι η μελέτη τουΔικαιοσύνη. Τι είναι το σωστό; (μετάφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιόλης, εκδ. Πόλις), που έκανε μέσα σε λίγους μήνες τρεις εκδόσεις, κάτι όχι πολύ συνηθισμένο για θεωρητικά βιβλία. Πρόσφατα ο Σαντέλ έκανε μια παγκόσμια περιοδεία-μαμούθ για την προώθηση του νέου βιβλίου του, στη διάρκεια της οποίας έδωσε διαλέξεις και συνεντεύξεις και προσείλκυσε την προσοχή των ΜΜΕ.

 
Ούτε καρφίτσα δεν πέφτει στο αμφιθέατρο όταν ο Σαντέλ
παραδίδει το μάθημα «Δικαιοσύνη».
Στην Ελλάδα της κρίσης, με τις αχαλίνωτες ιδιωτικοποιήσεις προ των πυλών, με τα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία σε κατάσταση διάλυσης, η σκέψη του Σαντέλ μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς μας υπενθυμίζει αφενός την έννοια της «κοινής» δημόσιας σφαίρας και αφετέρου της «κόκκινης γραμμής» για τα αγαθά και τις αξίες που θα έπρεπε να βρίσκονται έξω από τον έλεγχο της αγοράς.
2. «Κρίμα το κοριτσάκι κρίμα, τι κάνει το άτιμο το χρήμα», τραγουδά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, περιγράφοντας ένα «γάμο που έμοιαζε κηδεία», με τη νύφη μόλις δεκαεννιά και του γαμπρού οι μέρες μετρημένες. Ο στιχουργός, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, περιγράφει μια αγοραπωλησία, που ναι μεν προκαλεί ανατριχίλα, όμως είναι νόμιμη. Στις μέρες μας, ιδίως στη μητρόπολη του καπιταλισμού, στις ΗΠΑ, πληθαίνουν τα είδη ανατριχιαστικής αγοραπωλησίας και τα πιο κραυγαλέα από αυτά περιγράφει και χρησιμοποιεί ως παραδείγματα ο Μάικλ Σαντέλ στο νέο βιβλίο του, καθώς και σε διαλέξεις και άρθρα του. Να λοιπόν τι μπορείτε να αγοράσετε ή να πουλήσετε νομίμως αν έχετε αρκετά δολάρια:
Ένα πριβέ κελί φυλακής: 90 δολάρια τη βραδιά. Στη Σάντα Άνα της Καλιφόρνια και σε μερικές άλλες πόλεις, οι καταδικασμένοι για μη εγκληματικές πράξεις μπορούν να πληρώσουν για ένα ήσυχο, καθαρό και μοναχικό κελί.
Τον αριθμό του κινητού του γιατρού σας: 1.500-25.000 δολάρια ετησίως. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ιδιωτών γιατρών παρέχουν τηλεφωνική πρόσβαση και αυθημερόν ραντεβού στους πελάτες τους. Εννοείται ότι οι επισκέψεις χρεώνονται χωριστά.
 
Το δικαίωμα της μόνιμης παραμονής στις ΗΠΑ: 500.000 δολάρια. Ένας αλλοδαπός που κάνει μια επένδυση μισού εκατομ. δολαρίων και δημιουργεί τουλάχιστον 10 θέσεις εργασίας σε μια περιοχή με υψηλή ανεργία μπορεί να πάρει την πράσινη κάρτα.
 
Το δικαίωμα να πυροβολήσετε έναν μαύρο ρινόκερο: 250.000 δολάρια. Στη Νότια Αφρική επιτρέπεται σε ορισμένους γαιοκτήμονες να πουλούν σε κυνηγούς άγριων ζώων το δικαίωμα να σκοτώσουν έναν ορισμένο αριθμό ρινόκερων. Υποτίθεται ότι αυτό είναι ένα κίνητρο ώστε οι ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων να εκτρέφουν και να προστατεύουν τα είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
Μια ινδή παρένθετη μητέρα: 8.000 δολάρια. Όλο και περισσότερα δυτικά ζευγάρια αναθέτουν σε μια Ινδή να κυοφορήσει το παιδί τους καθώς το κόστος στην Ινδία είναι το 1/3 του αντίστοιχου στις ΗΠΑ.
Το δικαίωμα εκπομπής στην ατμόσφαιρα ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα: περίπου 15 δολάρια (το 2010). Η ταχέως αναπτυσσόμενη Αγορά του Άνθρακα νομιμοποιεί και επιτρέπει την αγοραπωλησία ρύπων, όπως έχει δείξει και ο Γιώργος Αυγερόπουλος στο έξοχο ντοκιμαντέρ του «Πωλείται αέρας».
Λίγοι μπορούν να αγοράσουν τα παραπάνω. Όμως αν θέλετε ένα έκτακτο εισόδημα, θα μπορούσατε να επιλέξετε κάποια από τις ακόλουθες λύσεις:
 
Να προσφέρετε θέση για διαφημιστικό τατουάζ στο κούτελο ή στο ξυρισμένο κρανίο σας. Μια ανύπαντρη μητέρα στη Γιούτα πήρε 10.000 δολάρια από ένα ονλάιν καζίνο για ένα μόνιμο τατουάζ στο μέτωπό της. Τα μη ανεξίτηλα τατουάζ, που γίνονται με χένα, πληρώνονται λιγότερο. Στο πλαίσιο μιας διαφημιστικής εκστρατείας της, η Αir New Zealand νοίκιασε δεκάδες ξυρισμένα κεφάλια -για την ακρίβεια, «κρανιακά διαφημιστικά πλαίσια» (cranial billboards)- με αμοιβή δύο δωρεάν αεροπορικά εισιτήρια μετ’ επιστροφής στη Νέα Ζηλανδία είτε 777 δολάρια (μια αναφορά στα Μπόινγκ 777 του στόλου της).
Να γίνετε ανθρώπινο πειραματόζωο για δοκιμές φαρμάκων. Η αμοιβή κυμαίνεται γύρω στα 7.500 δολάρια για κάθε προϊόν, ανάλογα με τη φαρμακευτική εταιρεία και την ταλαιπωρία που συνεπάγεται η δοκιμή.
 
Να πολεμήσετε στη Σομαλία ή στο Αφγανιστάν για έναν ιδιώτη υπεργολάβο του στρατού με ημερομίσθιο 1.000 δολάρια. Η μισθοφορική αμοιβή κυμαίνεται ανάλογα με τα προσόντα, την πείρα και την εθνικότητα.
 
Αν είστε μαθητής, να διαβάσετε ένα βιβλίο: 2 δολάρια το κομμάτι. Η προσφορά αυτή ισχύει σε ορισμένα υποβαθμισμένα σχολεία του Ντάλας και σκοπός της είναι η ενθάρρυνση της ανάγνωσης.
 
Να σταθείτε στην ουρά στη θέση κάποιου λομπίστα για μια ακρόαση στο Κογκρέσο, στην Ουάσιγκτον. Η αμοιβή είναι 10-15 δολάρια την ώρα. Οι λομπίστες πληρώνουν εταιρείες ενοικίασης ανθρώπων (line-standing companies) που στέκονται στην ουρά και έτσι ο πελάτης απαλλάσσεται από την ορθοστασία και την αναμονή.
Ο Σαντέλ δεν περιορίζεται στην παράθεση παραδειγμάτων ώστε να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη ή τον ακροατή του. Απλώς τα παραδείγματα είναι η αφετηρία, η αφορμή για να διατυπωθούν ερωτήματα τα οποία προσεγγίζει με αναλυτικό τρόπο από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας, όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας τη Δικαιοσύνη. Και μολονότι τα περισσότερα παραδείγματα ξεκινούν από την Αμερική, παραλλαγές τους εμφανίζονται σε όλες τις χώρες, ακόμα και σε εκείνες που δεν έχουν πλήρως παραδοθεί στην εξουσία της αγοράς.
         Για παράδειγμα, αυτή την εβδομάδα μάθαμε ότι στις φυλακές της Βραζιλίας εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα με τίτλο «Λύτρωση μέσω της ανάγνωσης» χάρη στο οποίο οι κρατούμενοι μπορούν να πετύχουν μείωση της ποινής τους έως και 48 μέρες το έτος διαβάζοντας ένα βιβλίο το μήνα. Αφού το διαβάσουν, πρέπει να γράψουν μια περίληψη χωρίς ορθογραφικά και συντακτικά λάθη που να επιβεβαιώνει ότι το διάβασαν κανονικά. Η απαλλαγή είναι 4 ημέρες μείωση ποινής για κάθε βιβλίο.
         Αναρωτιόμαστε πώς θα σχολίαζε αυτή την πρακτική ο Σαντέλ που θεωρεί τη χρηματική ανταμοιβή των μαθητών του Ντάλας (δύο δολάρια για κάθε βιβλίο) δείγμα της διαβρωτικής δύναμης της αγοράς: «Οι αγορές δεν εξασφαλίζουν μόνο τη διανομή των αγαθών, αλλά εκφράζουν και προωθούν κάποιες στάσεις προς τα αγαθά που ανταλλάσσονται. Το να πληρώνεις παιδιά για να διαβάζουν βιβλία μπορεί να τα ωθήσει στη συνήθεια της ανάγνωσης, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να τα διδάξει να βλέπουν την ανάγνωση σαν αγγαρεία και όχι σαν πηγή εσωτερικής ικανοποίησης… Οι αγορές δεν είναι ουδέτερες, όπως συχνά συμπεραίνουν οι οικονομολόγοι, όμως στην πραγματικότητα οι αγορές αφήνουν τη σφραγίδα τους».
         Στην περίπτωση της Βραζιλίας, δεν έχουμε αγοραπωλησία, αλλά ανταλλαγή, αφού ένα βιβλίο υπόσχεται δύο ημέρες ελευθερίας, περίπου όπως συμβαίνει με την εργασία στις αγροτικές φυλακές. Όμως η ανάγνωση, σε αντίθεση με τη βαριά χειρωνακτική δουλειά, επηρεάζει το υποκείμενο, αν και η έκταση, ο βαθμός της θετικής επιρροής δεν μπορεί να είναι μετρήσιμος. Ασφαλώς η συμπεριφορά των κρατουμένων πρέπει να βαραίνει στην απόφαση για μείωση της ποινής και ασφαλώς η ανάγνωση βρίσκεται στον αντίποδα της βίας, όμως με την ίδια λογική θα έπρεπε να καθοριστούν «ισοδύναμα ελευθερίας» και για άλλες ψυχωφελείς δραστηριότητες, όπως τη συμμετοχή σε θεατρικές ή μουσικές ομάδες.
         Εξετάζοντας τον τρόπο που ο Σαντέλ αναπτύσσει τα θέματά του στηΔικαιοσύνη, θα λέγαμε ότι ο ίδιος θα απέφευγε να επικρίνει ή να επικροτήσει αυτό το μέτρο, αλλά θα παρουσίαζε τα  υπέρ και τα κατά αυτής της πρακτικής και θα άφηνε τον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη.
         Τα παραδείγματα που παραθέτει ο Σαντέλ δεν έχουν όλα την ίδια ηθική και πολιτική βαρύτητα. Άλλο να νοικιάζει κανείς διαφημιστικό χώρο στο σώμα του και άλλο η κυβέρνηση των ΗΠΑ να στρατολογεί μισθοφόρους ή ξένους μετανάστες για να πολεμήσουν στο Ιράκ με αντάλλαγμα την επιτάχυνση της διαδικασίας απόκτησης της αμερικανικής ιθαγένειας. (Σήμερα 30.000 «μη πολίτες» υπηρετούν στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.)  Η επί πληρωμή «παρένθετη κύηση» μετατρέπει την εγκυμοσύνη «σε μια μορφή αλλοτριωμένης εργασίας», όπως υποστηρίζει η Ελίζαμπεθ Άντερσον, μια ηθική φιλόσοφος με την οποία συμφωνεί ο Σαντέλ. Η παραδοσιακή σύνδεση ανάμεσα στο ωάριο, τη μήτρα και τη μητέρα καταργείται, ενώ το συμβόλαιο «παρένθετης κύησης» απαγορεύει τη σύναψη οποιουδήποτε συναισθηματικού δεσμού της εγκύου με το παιδί που θα φέρει στον κόσμο.
         Ο ηθικός στοχασμός δεν είναι μια ενασχόληση πολυτελείας, εξηγεί ο Σαντέλ. «Όταν ο ηθικός στοχασμός γίνεται πολιτικός, όταν ρωτάει ποιοι νόμοι πρέπει να διέπουν τη συλλογική μας ζωή, θα πρέπει να ασχοληθεί με το βουητό της πόλης, με τα επιχειρήματα και τα επεισόδια που αναστατώνουν τον κοινό νου» (Δικαιοσύνη, σ. 49). Αυτά τα «πεζά» ερωτήματα της καθημερινότητας γύρω από το «νόμιμο και το ηθικό», που γεννιούνται και στη μικρή Ελλάδα, αποτελούν το αντικείμενο της πολιτικής φιλοσοφίας. «Μας ωθούν στο να αρθρώσουμε και να διατυπώσουμε τις ηθικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις, όχι μόνο στην οικογένεια και στους φίλους μας αλλά και στην απαιτητική συντροφιά των συμπολιτών μας».
         Πέρα από την καταγγελία και τη δημοσιογραφική αποκάλυψη, πέρα από το καθηκοντολογικό κάλεσμα για αντίσταση και αγώνα, πέρα από τις θεσμικές προτάσεις, η αριστερά πρέπει και μπορεί να προσεγγίσει με πολιτικούς όρους «και» την ηθική διάσταση της βαρβαρότητας που μας περικυκλώνει.
3. Το νόμιμο δεν είναι πάντα και ηθικό
Αίσθηση προκάλεσε πριν από δύο μήνες η αποκάλυψη από την εφημερίδα Πρώτο Θέμα ότι με κοινή απόφαση των υπουργείων Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη επιτρέπεται η ενοικίαση αστυνομικών από ιδιώτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) για προστασία, συνοδεία κ.λπ. Η ενοικίαση ενός σκέτου αστυνομικού στοιχίζει 30 ευρώ την ώρα, ενώ τα εξτρά (π.χ., μοτοσικλετιστής, εκπαιδευμένος σκύλος) χρεώνονται με 20 ευρώ την ώρα επιπλέον. Υποτίθεται ότι η επί πληρωμή διάθεση αστυνομικών θα γίνεται εφόσον υπάρχει «υπηρεσιακή επάρκεια», όμως πώς είναι δυνατό να υπάρξει περίσσεια οργάνων τη στιγμή που ο αριθμός των αστυνομικών που βρίσκονται στο δρόμο για την καταπολέμηση του εγκλήματος είναι εξαιρετικά ανεπαρκής;
         Με άλλα λόγια η αστυνομία υπόσχεται την προστασία όχι του πολίτη γενικώς, αλλά του εύπορου πολίτη. Η ασφάλεια στην κατοικία, στο χώρο εργασίας και στις μετακινήσεις δεν είναι ένα αυτονόητο αγαθό που πρέπει να παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες μιας χώρας, αλλά ένα προϊόν που έχει τιμή στην αγορά. Το ίδιο δυστυχώς ισχύει και για δημόσια αγαθά όπως είναι η παιδεία και η υγεία, που η αξία τους δεν θα έπρεπε να εκτιμάται με όρους αγοράς, όπως υπογραμμίζει ο Σαντέλ στο νέο βιβλίο του.
         Λιγότερο κράτος σημαίνει περισσότερη αγορά, όμως το βασικό δεν είναι μόνο η ποσοτική διάσταση, δηλαδή το πλήθος των υπηρεσιών και των προϊόντων που έχουν γίνει αγοραία, από το σεξ μέχρι τους νεφρούς, αλλά η ποιοτική αλλαγή που φέρνει η κυριαρχία της αγοράς στις ανθρώπινες σχέσεις, στις αξίες που η αγορά επιβάλλει και στις αξίες που η αγορά σαρώνει.
         Η αλλαγή αυτή επιταχύνεται λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά δεν προκλήθηκε εξαιτίας της κρίσης, παρατηρεί ο Σαντέλ. Οι ρίζες της βρίσκονται στην πολιτική που άρχισε να ασκείται στις αρχές του ’80 από τον Ρόναλντ Ρίγκαν και τη Μάργκαρετ Θάτσερ, που θεοποίησαν την αγορά παρουσιάζοντάς τη σαν το κλειδί για την ευημερία και την ελευθερία. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και στη δεκαετία του ’90 από τον Μπιλ Κλίντον και τον Τόνι Μπλερ που «παγίωσαν την πεποίθηση ότι οι αγορές είναι το κύριο μέσο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος». Όπως ο ίδιος εξηγεί σε πρόσφατη συνέντευξή του στον Γκάρντιαν, «η πιο μοιραία αλλαγή που συντελέστηκε την τελευταία τριακονταετία δεν είναι η ενίσχυση της απληστίας, αλλά η επέκταση των αγορών και των αξιών της αγοράς σε σφαίρες όπου αυτές δεν ανήκουν».
         Ο Μάικλ Σαντέλ δεν μιλά για σοσιαλισμό, δεν είναι πολέμιος της αγοράς. Όμως εξανίσταται όταν διαπιστώνει ότι τα τελευταία 30 χρόνια οι νόμοι της αγοράς διαπερνούν την υγεία, την παιδεία, την εθνική ασφάλεια, την αναπαραγωγή, την προστασία του περιβάλλοντος, το σωφρονιστικό σύστημα (βλ. ιδιωτικές φυλακές), ενώ και στα ΜΜΕ καταργoύνται τα όρια ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη διαφήμιση. Θέλουμε μια οικονομία της αγοράς ή μια κοινωνία της αγοράς; αναρωτιέται ή μάλλον ζητά από τους συμπατριώτες του να αναρωτηθούν.
         Η παντοδυναμία των αγορών φτωχαίνει, στεγνώνει τον δημόσιο βίο, εξηγεί ο Σαντέλ, καθώς η έννοια του καλού και του κακού, του σωστού και του λάθους καταργείται και, ταυτόχρονα, αποθεώνεται η διαχειριστική, η τεχνοκρατική πλευρά της διακυβέρνησης. (Mήπως αυτό μας θυμίζει κάτι;)
         Χωρίς να χρησιμοποιεί ταξικούς όρους ανάλυσης, ο Σαντέλ τονίζει ότι η παντοδυναμία των αγορών γιγαντώνει τις κοινωνικές ανισότητες. «Σε μια κοινωνία όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται, η ζωή γίνεται πιο δύσκολη για τα φτωχά και μεσαία εισοδήματα. Όσα περισσότερα πράγματα αποκτιούνται με το χρήμα, τόσο περισσότερο βαραίνει η κατοχή πλούτου ή η απουσία του». Η δεύτερη ολέθρια επίπτωση είναι η διαφθορά, που εκφράζεται τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο.
         Ο Σαντέλ δεν επιδιώκει την κατάργηση του καπιταλισμού, όμως υπερασπίζεται με πάθος την έννοια του δημόσιου αγαθού και όχι με ωφελιμιστικά αλλά με ηθικά κριτήρια. Ενδιαφέρον δεν έχουν μόνο οι απόψεις του, αλλά και η θερμή υποδοχή τους από το πλατύ κοινό, γεγονός που δείχνει ότι η εποχή μας χρειάζεται τη «μεγάλη αφήγηση» και όχι απλώς οδηγούς επιβίωσης.
         Η αγοραπωλησία ανθρώπινων ζωτικών οργάνων δεν διαφέρει από τα παζάρια του δουλεμπορίου. Κάποτε οι άνθρωποι αγοράζονταν και πουλιούνταν ολόκληροι, τώρα προσφέρονται στην αγορά σε τεμάχια, ενώ όλος ο κόσμος τείνει να γίνει μια απέραντη Δήλος των ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, ΧIV, 5,2), «η Δήλος, που είχε μετατραπεί σε ζώνη ελεύθερου εμπορίου, μπορούσε σε μία ημέρα να δεχτεί και να πουλήσει δέκα χιλιάδες δούλους, εξ ου και η παροιμία ‘‘έμπορε, καταπλεύσον, εξελού, πάντα πέπραται’’» (έμπορε, ζύγωσε, βγες, όλα πουλιούνται).
         Σε μια χρονική στιγμή που ο πλούτος της Ελλάδας βγαίνει προς πώληση, που ο νέος υπουργός Οικονομικών ονειρεύεται ένα Μόντε Κάρλο στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, ένας μετριοπαθής αμερικανός στοχαστής έρχεται να μας θυμίσει ότι το νόμιμο δεν είναι πάντα και ηθικό.

Η Αθλιότητα της Φιλανθρωπίας!


(Άρθρο  Γιάννης Κιμπουρόπουλος)
Στη λέξη φιλανθρωπία υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, στα όρια του οξύμωρου. Ο άνθρωπος είναι απλώς άνθρωπος, δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Όπως ο λύκος δεν μπορεί να είναι φιλόλυκος,ούτε η κότα φιλόκοτα και ο σκύλος φιλόσκυλος. Ο σκύλος, ναι, μπορεί να είναι φιλάνθρωπος, ως το κατεξοχήν κατοικίδιο που έχει μια σχεδόν αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο είδος μας. Η κότα δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ φιλάνθρωπη, αν είχε μια ελάχιστη επίγνωση του προορισμού της ως σούπας ή κοκκινιστής. Η γάτα, αν και εξίσου προσκολλημένη στον άνθρωπο και τα ενδιαιτήματά του, δεν είναι φιλάνθρωπη. Είναι απλώς φίλαυτη. Κι επειδή αγαπάει τον εαυτό της περισσότερο από οτιδήποτε άλλο- αν μπορεί να αποκληθεί αγάπη το ένστικτο αυτοσυντήρησης που έχει κάθε ον-, συμβιβάζεται με την αναγκαστική συνύπαρξή της με τον άνθρωπο. Είναι μια κατεξοχήν φιλόγατα που συνδέεται με μνημόνιο κατανόησης με τον άνθρωπο, αν υποθέσουμε ότι η βάση της συνύπαρξής της μ’ αυτόν είναι να πιάνει ποντίκια ή να προσφέρει το σώμα της στην ανθρώπινη ανάγκη για τρυφερότητα και χάδι.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι φιλάνθρωπος. Μπορεί να είναι φιλόζωος ή ζωόφιλος – ας μην μπλέξουμε με την αυθεντική έννοια των δυο ταυτόσημων λέξεων, ποια σημαίνει την αγάπη για τη ζωή και ποια για τα ζώα. Φιλάνθρωπος μπορεί να είναι μόνον ο άνθρωπος που θεωρεί πως μόνος αυτός -άντε, και μερικοί ακόμη φίλοι, συγγενείς, άτομα της τάξης του, της αισθητικής του, της ιδεολογίας του- έχει ξεφύγει από την κατάσταση του ζώου και αντιμετωπίζει τους άλλους του είδους του ως ζώα, που έχουν την ανάγκη της φιλανθρωπίας του (ή της ζωοφιλίας του) και του οφείλουν ευγνωμοσύνη γι’ αυτήν.
Ακόμη κι αν αποδεχθεί κανείς τη χριστιανική αντίληψη της φιλανθρωπίας, πρέπει να εκκινήσει από τη βάση της, που είναι η φιλαυτία. «Αγάπα τον πλησίον σου ως σεαυτόν», λέει το ευαγγελικό πρόταγμα.
Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτον, να αγαπάς τον εαυτό σου. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου σε μια κατάσταση ισότητας με τον πλησίον. Τρίτον, να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε μια ενότητα με τον πλησίον. Δηλαδή, να αντιλαμβάνεσαι την ανθρώπινη φύση σου, έτσι όπως την αντιλαμβανόταν ο Hobbes στον «Λεβιάθαν» του: «Η φύση έχει κάνει σε τέτοιο βαθμό τους ανθρώπους ίσους ως προς τις ικανότητες του σώματος και του νου, ώστε (…) η διαφορά των ανθρώπων δεν είναι τόσο αξιοσημείωτη που να μπορεί κανείς να αξιώνει για τον εαυτό του οποιοδήποτε ωφέλημα το οποίο κάποιος άλλος να μη μπορεί εξίσου καλά να το αξιώσει».
Η φιλανθρωπία είναι η άλλη όψη της έκπτωσης από τη φυσική κατάσταση ισότητας. Πριν γίνουμε «φιλάνθρωποι», έχουμε αποδεχθεί το γεγονός ότι κάποιοι άνθρωποι είναι κατώτεροι από μας, έχουν χάσει ωφελήματα που για μας είναι αυτονόητα ή φυσικά: το σπίτι τους, μια πατρίδα, ένα αξιοπρεπές εισόδημα, μια δουλειά. Έχουμε, δηλαδή, αποδεχθεί μια αφύσικη κατάσταση ανισότητας. Στην οποία μπορεί και να έχουμε συμβάλει. Με την απληστία μας, την ανοχή μας ή τη σιωπή μας.
Σιχαίνομαι τη φιλανθρωπία. Έστω κι αν σπάνια αντιστέκομαι στον πειρασμό ν’ αγοράσω ένα πακέτο χαρτομάντιλα από τα φανάρια, να υποστώ το καθάρισμα του παρμπρίζ του αυτοκινήτου ή να δώσω στο αποστεωμένο «τζάνκι» το ευρώ με το οποίο υποτίθεται θα αγοράσει τυρόπιτα και δεν θα τσοντάρει για την επόμενη δόση του. Εξαγοράζω τις τύψεις μου για το γεγονός ότι εγώ ακόμη είμαι «εντός», όταν τόσοι άλλοι είναι «εκτός», όπως οι χριστιανοί με τον οβολό τους θαρρούν ότι διαγράφουν μια από τις αμαρτίες τους και κερδίζουν ένα μέτρο στον μαραθώνιο προς τον παράδεισο. Είναι μια μορφή ψυχοθεραπείας. Διόλου αθώα και ανιδιοτελής, πρέπει να ομολογήσω.
Αλλά η οργανωμένη βιομηχανία φιλανθρωπίας, στην οποία συνωθούνται θύτες και θύματα, μου είναι απεχθής. Είναι μια κολοσσιαία απάτη. Ανοίγεις το ραδιόφωνο, την τηλεόραση, την εφημερίδα κι είσαι μπροστά σε μια παρέλαση δημίων που περιθάλπουν τα θύματά τους λίγο πριν τα καρατομήσουν. Ή και έπειτα απ’ αυτό. Άλλος μαζεύει ρούχα, άλλος λεφτά, άλλος φάρμακα, άλλος τρόφιμα, αφού πρώτα έγδυσε, ξάφρισε, αρρώστησε και άφησε νηστικό τον αποδέκτη της αλληλεγγύης του. «Όλοι μαζί μπορούμε», «κανείς μόνος του στην κρίση». Γιατί δεν επεδείκνυαν προληπτικά την αλληλεγγύη τους, πριν η κρίση ξεβράσει τα θύματά της στο περιθώριο; Τι είπαν και τι έκαναν όταν περικόπτονταν οι μισθοί, όταν οι συντάξεις έπεφταν στα όρια της πείνας, όταν θερίζονταν τα προνοιακά επιδόματα, και μάλιστα με το ανάθεμα της επαίσχυντης εύνοιας σε «κηφήνες», όταν το ΕΣΥ και τα Ταμεία λεηλατούνταν, όταν η τρόικα πετσόκοβε το ανάπηρο κοινωνικό κράτος κι όταν η μνημονιακή ύφεση πλημμύριζε με λουκέτα και ανέργους τα οικονομικά ερείπια; Σε ποιο μέτρο κοινωνικής καταστροφής λένε «όχι» ακόμη και σήμερα οι πρωταθλητές της φιλανθρωπίας; Το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Οι φανατικότεροι φιλάνθρωποι είναι οι κάτοχοι του μνημονιακού πρωταθλήματος. Αυτό θα μπορούσε λαϊκά να εκφραστεί και ως εξής: «Να σε κάψω, Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι». Ή «πρώτα μας χέζουν και μετά μας σκουπίζουν».
Σας ακούγεται χυδαίο; Όμως, δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν την αναδιανομή της δυστυχίας των θυμάτων επειδή τους είναι αδιανόητη η αναδιανομή του πλούτου των θυτών; Δεν είναι πιο χυδαίο να απαιτούν να οικοδομηθεί στα ερείπια του κοινωνικού κράτους που οι ίδιοι κατεδάφισαν ένα εθελοντικό υποκατάστατό του; Δεν είναι πιο χυδαίο οι χρυσοδάκτυλοι της διαπλοκής και του πλιάτσικου στον κοινωνικό πλούτο να διαγκωνίζονται σε «μαραθώνιους της αλληλεγγύης»;
Η κοινωνία δεν χρειάζεται «ανιματέρ» του ανθρωπισμού, ούτε «σελέμπριτι» του πλούτου και της «γκλαμουριάς» για να αφυπνιστούν τα ανθρωπιστικά ανακλαστικά της. Χρειάζεται μηχανισμούς εξάλειψης της φτώχειας, της ανισότητας και της περιθωριοποίησης. Συζητάει κανείς γι’ αυτό; Όχι. Αλλά, όταν θεωρείται αδιανόητο να μείνει ανεξόφλητος ο ομολογιούχος -κατά κανόνα μέλος του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που ευθύνεται για την εξαθλίωση του φτωχότερου 30%- και αυτονόητο να «κουρευτεί» ο συνταξιούχος των 600 ευρώ, το αποτέλεσμα είναι θα είναι αυξάνονται επικίνδυνα οι επαίτες και αποδέκτες της φιλανθρωπίας. Κι είναι μάλλον απίθανο να εξαγοραστούν η επικινδυνότητα και η σιωπή τους με τα ψίχουλα της επαιτείας.
Αλλά η βιομηχανία της φιλανθρωπίας προτιμά ακριβώς αυτό: να καταστήσει τους ανθρώπους, ακόμη και τους φτωχότερους και δυστυχέστερους, συνενόχους της φτώχειας και της δυστυχίας τους. Να τους πείσει ότι οι αναξιοπαθούντες πλησίον τους είναι θύματα μιας «φυσικής ανισότητας», εξίσου ακατανίκητης με τις θεομηνίες ή τις φυσικές καταστροφές. Έτσι, δεν αγαπούν τον πλησίον τους ως σεαυτόν. Απλώς, τον οικτίρουν και τον απομακρύνουν σε απόσταση ασφαλείας. Τον αντιμετωπίζουν ως απειλή που πρέπει να εξευμενιστεί. Κατ’ ουσίαν τον μισούν γιατί υπάρχει, παρ’ ότι η εξαθλίωση του άλλου είναι προϋπόθεση της δικής τους -υπαρκτής ή φανταστικής- ευδαιμονίας, καθιστώντας τη φιλανθρωπία μια αυθεντική μισανθρωπία.
Να μια ακραία αλλά αυθεντική εκδοχή της μισάνθρωπης φιλανθρωπίας: ο Τζορτζ Σόρος, από τους πλουσιότερους και πιο αδίστακτους κερδοσκόπους στον κόσμο, άμεσα υπεύθυνος εκτεταμένων ανθρωπιστικών καταστροφών που προκάλεσε το παιχνίδι του με τα νομίσματα, τις μετοχές ή τα εμπορεύματα, είναι και «ιδιοκτήτης» ενός από τα μεγαλύτερα δίκτυα «φιλανθρωπίας» στον κόσμο. Αν κάθε χρόνο εκπονεί και κάποιου είδους ισολογισμό των αλληλοαναιρούμενων δράσεών του, με τη φιλοδοξία να ισοσκελίσει τα μεγέθη της καταστροφής και της σωτηρίας, υποθέτω ότι θα τρομάζει κι ο ίδιος με το τερατώδες έλλειμμα στο ισοζύγιο του οίκτου του.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
ΠΗΤΣΑΜΛαμβάνω την τιμή να συστηθώ: Ιερεμίας Ιωνάθαν Πήτσαμ, της Α. Ε. Πήτσαμ Κόμπανυ. Δουλειά της εταιρείας είναι να ξυπνά στους ανθρώπους τη λύπηση για τον άνθρωπο. Και το δηλώνω ξεκάθαρα… Η επιχείρηση πάει κατά διαόλου. Και σας το λέω εγώ, ο Ιερεμίας Πήτσαμ, που ελέγχω τα δύο τρίτα των ζητιάνων του Λονδίνου και κάτι ξέρω από ανθρώπινο οίκτο. Τι συγκινεί λοιπόν σήμερα τον άνθρωπο; Τίποτα. Γιατί και το πιο μαύρο χάλι, άντε και το συνηθίσει ο άλλος, δεν του λέει τίποτε. Κανένας δεν λυπάται κανέναν. Γίναμε αναίσθητοι και, μη σας κακοφανεί, γίναμε και γουρούνια. Βλέπεις στη γωνία έναν ωραίο γερό άνδρα με στρατιωτικό αμπέχονο και κομμένο το δεξί του χέρι, τρομάζεις, σαστίζεις, βγάζεις και του δίνεις τρία σελίνια. Τη δεύτερη φορά να σου πάλι ο κουλός στη γωνία του δρόμου, βγάζεις και του ακουμπάς δύο σελίνια. Άντε και βρεθεί ο κουλός μπροστά σου  για τρίτη φορά, σου τη δίνει και τον καρφώνεις στον μπασκίνα της γειτονιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταμπέλες (πιάνει από το ράφι μια ταμπέλα και τη δείχνει στο κοινό). ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ. Ωραία κουβέντα, ωραία ταμπέλα, τι να την κάνεις που ξέφτισε σε δύο βδομάδες. Άλλη ταμπέλα: ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΣΥ. Καλό, ε; Δύσκολο να το πιάσεις, αλλά όμορφο. Δούλεψε πάνω από δύο μήνες, αλλά πάει κι αυτό, ξέφτισε… Τελειώνουνε κι οι όμορφες κουβέντες, τι νομίζεις; Ο κόσμος άλλαξε, θέλει καινούργια πράγματα.
Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Η όπερα της πεντάρας»