ΤΟ 416-415 π.Χ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ευρίσκεται ήδη εις το 16ο έτος του και τίποτε δεν δείχνει ποια θα είναι η κατάληξή του, έντεκα, περίπου, χρόνια αργότερα – όταν τελείωσε με πλήρη νίκη της Σπάρτης και ήττα των Αθηνών.
Τότε, το 16ο έτος του πολέμου, οι Αθηναίοι, υπό τους στρατηγούς Κλεομήδη, γιο του Λυκομήδου και Τεισία γιο του Τεισιμάχου, εξεστράτευσαν κατά της νήσου Μήλου. Είχαν μαζί τους τριάντα ιδικά τους πλοία και οκτώ συμμαχικά (έξι από τη Χίο και δύο από τη Λέσβο) και η στρατιωτική τους δύναμη απετελείτο από Αθηναίους μεν 1.200 οπλίτες, 300 τοξότες και 20 ιπποτοξότες, συμμάχους δε, κυρίως νησιώτες, 1.500 περίπου: συνολικά, δηλαδή είχαν μια δύναμη 3.000 περίπου ανδρών. Οι Μήλιοι -μας λέγει ο Θουκυδίδης- ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων και ηρνούντο να υποταχθούν στους Αθηναίους, όπως οι λοιποί νησιώτες. Και στην αρχή μεν του Πελοποννησιακού Πολέμου ετήρησαν ουδετερότητα και έμειναν ήσυχοι, έπειτα, όμως, πιεζόμενοι από τους Αθηναίους, που ερήμωναν το έδαφός των, περιήλθαν σε κατάσταση απροκαλύπτου πολέμου μετ’ αυτών. Οι τελευταίοι, θέλοντας να ξεκαθαρίσουν -μια για πάντα- το πρόβλημα της Μήλου, εστρατοπέδευσαν έξω από τα τείχη της πόλεως και έστειλαν προς διαπραγμάτευση πρέσβεις, σε μια προσπάθεια ειρηνικής υποταγής της νήσου. Οι Μήλιοι δεν παρουσίασαν τους πρέσβεις ενώπιον του λαού, όπως γινόταν σε άλλες περιπτώσεις, αλλά, προφανώς φοβούμενοι μήπως ο λαός παρασυρθεί από τα επιχειρήματα των πρέσβεων και δεν λάβει τη σωστή απόφαση, εζήτησαν από αυτούς να εκθέσουν τον σκοπό της ελεύσεώς των προς τις αρχές του τόπου και το κυβερνητικό συμβούλιο της Μήλου. Συνέχεια