«Τις μικρές εξουσίες να φοβάσαι», έλεγε ο ρεπόρτερ – ερευνητής Πρίφτης, ήρωας του ομώνυμου σίριαλ του 1991, εποχή κατά την οποία η ιδιωτική τηλεόραση μπουσούλαγε, τολμούσε τη σάτιρα και δεν είχε εξελιχθεί σε τερατώδη διαπλοκή. Ο Πρίφτης, για όσους δεν θυμούνται ή δεν ξέρουν λόγω ηλικίας, ήταν η καρικατούρα ενός δημοσιογράφου που κυνηγούσε τις μεγάλες αποκαλύψεις κατά της εξουσίας, αλλά πάντα σκόνταφτε στη μικροεξουσία των ιδιοκτητών της εφημερίδας του. Εξ ου και ο πικρός καημός του: «Τις μικρές εξουσίες να φοβάσαι!».
Στο μεταξύ, οι εξουσίες μεγάλωσαν. Έγιναν γιγαντιαίες, δυσκίνητες, τόσο που δεν χωρούσαν στον ελλαδικό μικρόκοσμο, έπιασαν όλο τον χώρο και τον χρόνο, μέχρι που έσκασαν όλες μαζί, σαν φούσκες. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ελληνικής κρίσης, που η τεράστια κοινωνική πλειοψηφία τη ζει σαν τραγωδία και η ελίτ σαν φάρσα, είναι η ταχύτητα με την οποία συρρικνώθηκαν οι μικρομέγαλες εξουσίες μπροστά στην εισβολή των επιτηρητών με τη θεσμική περιβολή της τρόικας. Οι τραπεζίτες, η επιχειρηματική διαπλοκή, το μιντιακό λόμπι, οι προμηθευτές, το κομματικό σύστημα, τα «πελατάκια» που τους περιστοιχίζουν, τα golden boys and girls που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ακριβοπληρωμένων κρατικών θέσεων και ιδιωτικών οφιτσίων, υποθέτοντας ότι ολόκληρο το σύμπαν θα συνωμοτούσε πάντα για να τους εξασφαλίζει χρήμα και κύρος.
Αυτός ο νέος καταμερισμός εξουσίας, στην περίπτωση της Ελλάδας εφαρμόζεται σε τόσο ακραία εκδοχή, ώστε φέρνει το κομματικό σύστημα στα όρια υπαρξιακής κρίσης. Αποσταθεροποιεί ένα παραδοσιακό σύστημα νομής της εξουσίας που βασιζόταν στην ανακύκλωση προσώπων και ρόλων από τις ΔΕΚΟ στις τράπεζες, από τις τράπεζες στα κρατικά πόστα και από εκεί στην άμεση εμπλοκή στην πολιτική ή στην υπουργοποίηση. Και αντιστρόφως. Μαζί με αυτόν τον κύκλο (αυτο)εξυπηρετούμενων αποσταθεροποιείται και ο κύκλος των εξυπηρετούμενων: επιχειρηματίες τρόφιμοι του Πρυτανείου, συστηματικά διευκολυνόμενοι μεγάλοι φοροφυγάδες, σταθεροί πλειοδότες των στημένων διαγωνισμών, προνομιακοί δανειολήπτες των τραπεζών, διεφθαρμένοι κρατικοί αξιωματούχοι. Το μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αποσταθεροποίηση του παραδοσιακού συστήματος αλληλοεξυπηρέτησης πολιτικής και οικονομικής ελίτ το δείχνουν θεαματικά οι χειροπέδες, τα εντάλματα σύλληψης και της φυλακής τα σίδερα, πίσω από τα οποία βρίσκονται από τη μια μέρα στην άλλη άνθρωποι που είχαν «ευεργετήσει» τόσο γενναιόδωρα την πολιτική και επιχειρηματική πελατεία.
Αλλά η εφαρμογή αυτού του «εξυγιαντικού» σχεδίου διαπνέεται από μιαν αντίφαση. Η ολοκλήρωσή του προϋποθέτει τη διαμεσολάβηση της εγχώριας πολιτικής ελίτ – εξ όσων γνωρίζουμε, δεν έχει σκεφθεί κανείς στην Ε.Ε. ή στο ΔΝΤ το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής εισβολής και της εγκατάστασης μιας κανονικής κατοχικής κυβέρνησης. Υπάρχει, λοιπόν, μια λεπτή κόκκινη γραμμή που πρέπει να χαραχτεί με προσοχή, εν είδει μιας νέας διάκρισης εξουσιών. Η τρόικα και οι πιστωτές έχουν καταστήσει σαφές, διά του μνημονίου, ποιο κομμάτι της διακυβέρνησης θεωρούν πως τους ανήκει. Πρώτα απ’ όλα, ό,τι έχει σχέση με τη ροή του χρήματος. Έπειτα, ό,τι σχετίζεται με τη διαχείρισή του. Και, τέλος, ό,τι αφορά στην αξιοποίηση κάθε πηγής πλούτου. Πρακτικά αυτό μεταφράζεται στους εξής τομείς: έλεγχος του τραπεζικού συστήματος (μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τουEFSF), έλεγχος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δηλαδή του κρατικού ταμείου (στόχος που προσεγγίζεται μέσω πολιτικά στεγανών φορολογικών μηχανισμών ή μέσω του «υπερυπουργού» εσόδων) και, τέλος, έλεγχος της δημόσιας περιουσίας (ρόλος που ανατέθηκε στο ΤΑΙΠΕΔ, του οποίου ωστόσο ίσως δεν έχουμε δει την έσχατη εκδοχή). Γύρω από αυτούς τους ημιαυτόνομους από την συμβατική πολιτική εξουσία πόλους, υπάρχουν και μερικοί ακόμη υποδεέστεροι, αλλά όχι ασήμαντοι, που τελούν υπό την άμεση ή έμμεση πολιτική των πιστωτών: το Παρατηρητήριο της Αυτοδιοίκησης. Οι Ανεξάρτητες Αρχές που εποπτεύουν επιμέρους αγορές και, κατά το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, πρέπει να μείνουν «προστατευμένες» από την πολιτική διελκυστίνδα και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, προσηλωμένες στην αγνή, «τεχνοκρατική» μεθοδολογία της. Κι ακόμη ένα σωρό άλλες «μικρές εξουσίες», σαν αυτές που φοβόταν ο Πρίφτης: η Task Force του Ράιχενμπαχ ή τα συμβούλια της Ελληνογερμανικής ή της Ελληνογαλλικής συνεργασίας.
δεν μέν’ η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν τραβούμ’ εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Aναμορφωτή.Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Aναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ’ εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν’ επισφαλής:
οι τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Aποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Aποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.